Η συμβολή των Ιερών Μονών της περιοχής μας στην Επανάσταση του 1821
Στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία αποτέλεσε στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της Ελληνικής ταυτότητας. Τέλεσε τη δική της «αρτοκλασία», προσφέροντας ως άρτους τα σώματα των Ιεραρχών της, των Ιερέων της, των Ιερομονάχων της και των Μοναχών της.
Είναι χαρακτηριστική και η σχετική ομολογία του στρατηγού Μακρυγιάννη για την τεράστια προσφορά των Μοναστηριών στον αγώνα: «...Τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας... Οι περισσότεροι καλόγεροι σκοτώθηκαν εις τον αγώνα». Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψηλάντης ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα από την εκκλησία. Μέσα στον Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου έλαβε το πολεμικό ξίφος από το Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκη, ο οποίος ευλόγησε και τη σημαία του αγώνα του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το Άλφα και το Ωμέγα για το υπόδουλο γένος.
Οι Ιερές Μονές, σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κράτησαν ψηλά το ελληνορθόδοξο φρόνημα στα ρημαγμένα χωριά και άσβεστη τη φλόγα της απελευθέρωσης από τον κατακτητή. Λειτούργησαν σαν «στρατιωτικές βάσεις» των επαναστατημένων Ελλήνων, με τη λειτουργία πυριτιδαποθηκών και την παροχή ασφαλούς καταφυγίου στους αγωνιστές. Γι’ αυτό και λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, καταστράφηκαν ολοσχερώς σε πολλές περιπτώσεις, οι Μοναχοί τους βασανίστηκαν και πολλοί εξ’ αυτών έχασαν ακόμα και τη ζωή τους, με μαρτυρικό σε πλείστες περιπτώσεις τρόπο, από τον κατακτητή.
Ο ίδιος ο στρατηγός Μακρυγιάννης, δίνει την καλύτερη περιγραφή περί αυτού: «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁποῦἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους, ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι εκεῖἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας (πυριτιδαποθῆκες) κι ὅλα τὰἀναγκαῖα τοῦ πολέμου· ὅτ᾿ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα. Καὶ οἱ Μπαυαρέζοι παντήχαιναν, ὅτ᾿ εἶναι οἱ Καπουτζινοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτι εἶναι σεμνοί, κι ἀγαθοὶἄνθρωποι καὶ μὲ τὰἔργα τὼν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί καὶἔτρωγαν ψωμὶ... καὶ χάλασαν (οἱ Μπαυαρέζοι) καὶ ρήμαξαν ὅλους τοὺς ναοὺς τῶν μοναστηριῶν».
Εξαίρεση δεν αποτέλεσαν και τα μοναστήρια της περιοχής μας. Ας κάνουμε μία περιήγηση σε αυτά, κατά τη διάρκεια των χρόνων της σκλαβιάς και της Επανάστασης του 1821.
Ιερά Μονή Παναγίας της Ρουστιανίτισσας (Κανάλια)
Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας από το δικό μας ιστορικό μοναστήρι. Δεν θα δώσουμε στο παρόν κείμενο στοιχεία για την ίδρυσή και την εξέλιξή του στο πέρασμα των χρόνων, καθώς αυτά υπάρχουν ήδη σε άλλα άρθρα στην ιστοσελίδα, αλλά θα περάσουμε κατευθείαν στο συγκεκριμένο θέμα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας βοήθησε την εξέγερση του 1821. Στα κελιά του βρήκαν καταφύγιο μεγάλοι αρματωλοί, όπως ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης, χρησιμοποιώντας το και για ορμητήριό τους. Οι μοναχοί του φαίνεται ότι πήραν τα όπλα και με τους άλλους μοναχούς του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, πολέμησαν σε διάφορες μάχες της περιοχής τους Τούρκους, όπως στην Αλαμάνα. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που οι Τούρκοι, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της επανάστασης του 1821, έκαναν συνεχόμενες επιδρομές εναντίον του, λεηλατώντας το, καταστρέφοντας τα αγροκτήματά του, ξεκληρίζοντας τα ζώα του και καίγοντας πολλά από τα κτίριά του. Με βάση ιστορικά αρχεία εκείνης της περιόδου, εικάζεται ότι το Μοναστήρι το 1794 δέχτηκε επιδρομή από τον Δερβέναγα του Αλή Πασά, Γιουσούφ Αράπη, όταν αυτός ήρθε στην περιοχή με 3000 περίπου άντρες του, προκειμένου να αφανίσειτα Κλέφτικα σώματα της περιοχής. Η Μονή θεωρήθηκε καταφύγιο και ορμητήριο των κλεφτών και υπέστη την οργή και τις βιαιότητες των τουρκικών στρατευμάτων. Την άνοιξη επίσης του 1822, στις επιδρομές των στρατευμάτων του Δράμαλη στην περιοχή, πρέπει να είχε την ίδια τύχη. Το ίδιο πρέπει να συνέβη και το 1828, όταν τουρκικός στρατός, με 3000 άντρες περίπου, ξεκίνησε από την περιοχή της Υπάτης, κατευθυνόμενος προς τη σημερινή Άνω Χώρα Ναυπακτίας, μέσω της περιοχής του Ρουστιανίτη ποταμού. Οι καλόγεροί του Μοναστηριού, μη μπορώντας πλέον να επιβιώσουν, άρχισαν σταδιακά να μετακινούνται σε άλλες μονές και έτσι άρχισε και η σταδιακή διάλυση του Μοναστηριού.
Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία (Παλαιοχώριον)
Η παράδοση το θέλει να χτίζεται στα βυζαντινά χρόνια, τότε που γίνονταν οι μεγάλες μετακινήσεις μοναχών και χριστιανών από την Πόλη και τα παράλια της Μικράς Ασίας προς τις φιλόξενες βουνοκορφές της πατρίδας μας. Στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς ήταν το καταφύγιο των κατατρεγμένων Ρωμιών μα και των κλεφτών της περιοχής, όπου έβρισκαν φαγητό και καλό κρασί. Συχνοδιάβαινε από κει ο ξακουστός αρχικλέφτης του Λιδωρικιού Τσαμ Καλόγερος με το ασκέρι του. Η παράδοση λέει πως το 1794 γνώρισε την οργή του δερβέναγα του Αλή Πασά Γιουσούφ Αράπη. Τότε, ο τύραννος των Ιωαννίνων έστειλε τον αιμοβόρο στρατηγό του να διαλύσει τους κλέφτες της Ρούμελης. Στην Οξυά και στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία έγιναν σκληρές μάχες. Οι κλέφτες διαλύθηκαν, το μοναστήρι κατηγορήθηκε για συνεργασία και απόκρυψη του αρχικλέφτη και τυλίχτηκε στις φλόγες.
Η Παράδοση επίσης λέει ότι στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα επισκέφτηκε το μοναστήρι και ο φλογερός Εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός για να εμψυχώσει τους καλόγερους και να σπείρει στους κατοίκους της περιοχής τον ευαγγελικό λόγο. (Από το βιβλίο του Γιάννη Δ. Παπαναγιώτου: «Ο Αϊ-Λιας του Παλιοχωρίου» Αθήνα 1978).
Μοναστήρι της Στάγιας
Ανώνυμοι μοναχοί του Βυζαντίου, μας λέει η Παράδοση, ήταν οι ιδρυτές του μοναστηριού. Η εντοιχισμένη, λαξεμένη επιγραφή που είναι τοποθετημένη πάνω από τη βορινή θύρα του σημερινού Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου έχει την ένδειξη «ΑΒΓ 828», δηλαδή Αύγουστος του 828. Αυτή είναι και η πιθανότερη ημερομηνία ίδρυσης του μοναστηριού. Ο πρώτος ναός ήταν αφιερωμένος στη μνήμη του Αγίου Νικολάου του Νέου, του εν Βουνένοις της Καππαδοκίας ,που γιορτάζει στις 9 Μαΐου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό ξεκληρίστηκε και ξαναχτίστηκε εκεί που βρίσκεται σήμερα, μέσα στην ιδιοκτησία της Μονής, η οποία από το 1606 λειτουργεί ως κοιμητήριο του χωριού. Το χωριό και η ακατοίκητη Μονή έγιναν καταφύγιο και τόπος συγκέντρωσης κλεφτών και επώνυμων οπλαρχηγών της περιοχής όπως του Τσαμ Καλόγερου, του Σιαφάκα, των Κοντογιανναίων. Κοντά στη Μονή, στη θέση «Μαγαζί», υπήρχε και πυριτιδαποθήκη. Εκεί κοντά επίσης ,σε μια πλαγιά της Οξυάς, λέγεται ότι ξεψύχησε ο δοξασμένος αρχικλέφτης Τσαμ Καλόγερος, όπου μεταφέρθηκε πληγωμένος ύστερα από τη μάχη της Ζελίστας, υποδεικνύοντας ως διάδοχό του το νεαρό τότε κλέφτη Θανάση Διάκο. (Πληροφορίες αντλήθηκαν από σχετική έρευνα του κ. Ελευθερίου Ρήγα).
Ιερά Μονή Παναγίας Αγάθωνος
Μέσα σε ένα μαγευτικό περιβάλλον, στο δρόμο προς το Λυχνό και αρκετά κοντά στην Υπάτη, συναντάμε την Ιερά Μονή Αγάθωνος, σε υψόμετρο 553 μέτρα στην πλαγιά του όρους «Οίτη». Κτισμένη τον 14ο-15ο αιώνα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Η προφορική παράδοση αναφέρει πως το παλιό Μοναστήρι, που ασκήτευε ο Όσιος Αγάθωνας και βρισκόταν στα όρια των γειτονικών χωριών Λυχνού και Καστανιάς, έπαθε καθίζηση και η εικόνα της Παναγίας εξαφανίστηκε, για να βρεθεί σε φωτόλουστη σπηλιά και εκεί, κοντά στη σημερινή του θέση, να κτίσει ο Όσιος το μοναστήρι τον 14ο με 15ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι των γύρω χωριών μιλούν για την ύπαρξη «στα παλιά χρόνια» μοναστηριού στο νοτιοδυτικό μέρος του χωριού σε κοντινή θέση, που καλείται «Παλιομονάστηρο». Στο μοναστήρι αυτό, πάντοτε σύμφωνα με την παράδοση, ασκήτευε ο μοναχός Αγάθωνας, άγνωστο πότε.
Η Μονή μετά το θάνατο του Οσίου Αγάθωνα ονομάστηκε από τους μοναχούς, μονή του Αγάθωνα. Η προσφορά της Μονής στους χρόνους της επανάστασης του 1821 είναι πολύ μεγάλη. Για την επιτυχία του αγώνα διέθεσε και τους ιδίους τους μοναχούς της, οι οποίοι συστρατεύτηκαν με τους αγωνιστές του Πατρατζικιώτη οπλαρχηγού, Μήτσου Κοντογιάννη. Στη Μονή γίνονταν τακτικές συγκεντρώσεις αγωνιστών της Επανάστασης. Η Ιερά Μονή υπέστη μεγάλη καταστροφή το 1822 από τον Δράμαλη, που πυρπόλησε το καθολικό. (Πληροφορίες αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα monastiria.gr).
Ιερά Μονή Παναγίας της Προυσιώτισσας
Πολλοί το ονομάζουν "Σπίτι της Παναγιάς", καθώς κατά την παράδοση, το μοναστήρι στο χωριό Προυσός της Ευρυτανίας χτίστηκε στο σημείο το οποίο επέλεξε κατά θαυματουργό τρόπο η Υπεραγία Θεοτόκος.
Το ιστορικό μοναστηριακό συγκρότημα, που χρονολογείται από το 829 μ.Χ, απέχει 35 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι. Στο μονοπάτι που οδηγεί στη Μονή, βρίσκονται "τα πατήματα της Παναγιάς", επτά σχήματα διαφορετικού χρώματος που αποτελούν σύμφωνα με την παράδοση τα ίχνη που άφησε στον κάθετο βράχο που υπάρχει σε αυτό το σημείο, η Παναγία στο δρόμο της για τον Προυσό. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η ιερή εικόνα της Παναγίας είναι δημιούργημα του Ευαγγελιστή Λουκά και φυγαδεύτηκε από την Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της Εικονομαχίας προκειμένου να γλιτώσει από το κάψιμο των βυζαντινών εικόνων που είχε διατάξει ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος.
Το μοναστήρι του Προυσού αποτέλεσε κρησφύγετο και σημαντικό σημείο αναφοράς αγωνιστών και καταδιωγμένων μαχητών, κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης συνήθιζε να καταλύει εδώ. Λέγεται ότι εκτός από τον Καραϊσκάκη, έβρισκαν καταφύγιο και άλλοι προγενέστεροι επαναστάτες όπως ο αγραφιώτης ήρωας Κατσαντώνης κ.α. Διασώζονται οι δύο «Πύργοι του Καραϊσκάκη», βορειοανατολικώς και νοτιοδυτικώς. Πρόκειται για πετρόχτιστα καραούλια με πολεμίστρες που χρησίμευαν για να ελέγχονται τα περάσματα. Αυτή τη δυσπρόσιτη και καλά προστατευμένη περιοχή, είχε επιλέξει ο Καραϊσκάκης και οι συμμαχητές του, για να αποσύρονται μετά από ένοπλες ενέργειες που πραγματοποιούσαν εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων. Ταυτόχρονα το μοναστήρι λειτουργούσε και ως θεραπευτήριο τραυματιών και ασθενών. Η μονή Προυσού υπήρξε ένα πραγματικά φιλόξενο κατάλυμα για το μεγάλο αγωνιστή, ο οποίος διέμεινε εδώ πολλές φορές, όταν η φυματίωση και οι θέρμες τον τσάκιζαν! Συνήθως έπιανε κάποιον από τους δύο πύργους, με δυο-τρία πιστά παλικάρια του που τον φρόντιζαν.
Όταν τον Αύγουστο του 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης έπεσε στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου -κατά τη διάρκεια καταδρομικής επίθεσής του εναντίον του Τζελαλεδίν μπέη- οι σύντροφοί του μεταφέροντας τη σωρό του προς το Μεσολόγγι, πέρασαν από εδώ και στάθηκαν για λίγο. Ξάπλωσαν το σώμα του Μπότσαρη έξω από την εκκλησία και τότε ο Καραϊσκάκης, που εκείνη την περίοδο νοσηλεύονταν βαριά άρρωστος στον Προυσό, σύρθηκε με κόπο μέχρι εκεί και φίλησε δακρυσμένος το νεκρό Μάρκο λέγοντας: «Άμποτες ήρωα Μάρκο από τέτοιο βόλι να πάω κι εγώ»! Ο Γ. Καραϊσκάκης, ήταν αυτός που στα 1824 δώρισε το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας, το «πουκάμισο της Παναγίας» όπως αποκαλούνταν, για να γιατρευτεί από τη φυματίωση που τόσο τον ταλαιπωρούσε. Η εικόνα βρίσκεται σε ένα μικρό θολωτό κατανυκτικό χώρο, μέσα στο εκκλησάκι του σπηλαίου, όπου εκεί συρρέουν οι προσκυνητές. Μάλιστα επάνω της διακρίνουμε τρία χρυσά αστέρια από την πανοπλία του, τα οποία βρίσκονται στο μέτωπο και τους δύο ώμους της Παναγίας, καθώς επίσης και την επιγραφή: «Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824». Τα άρματα, το καριοφίλι, το σπαθί, το φέσι και κάμποσα άλλα προσωπικά αντικείμενα του Γ. Καραϊσκάκη, βρίσκονται στο Ιστορικό Μουσείο της μονής.
Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (1819-1825) ήκμασε εδώ και το περίφημο «Σχολείο Ελληνικών Γραμμάτων» με ιδρυτή το λόγιο ιερομόναχο Κύριλλο Καστανοφύλλη (κατά μία άποψη πρώτος ιδρυτής του Σχολείου θεωρήθηκε ο Κοσμάς ο Αιτωλός). Η μονή αποτέλεσε εστία επαναστατικών διεργασιών εκ μέρους οπλαρχηγών που έφταναν εδώ. Εξαιτίας τούτου πιθανολογείται πως το μοναστήρι υπέστη και κάποιες εκδικητικές καταστροφές εκ μέρους των κατακτητών. (Πληροφορίες αντλήθηκαν από τις ιστοσελίδες «Ευρυτάνας Ιχνηλάτης» και monastiria.gr).
Θα κλείσουμε εδώ το ιστορικό μας ταξίδι με μία φράση του ενός από τους ιδρυτές της Φιλικής εταιρείας, του Εμμανουήλ Ξάνθου: «Τὴν ἐπανάστασιν ἐκίνησαν καὶ ἐνεψύχωσαν οἱκληρικοί... ἄνευ τῶν ὁποίων ὁλαὸς δὲν ἤθελε κινηθῆ...».
Ελένη Αντωνίου
Θεολόγος