ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
(πλησίον του Μοναστηριού της Παναγίας της Ρουστιανίτισσας)
Του Γιάννη Κουτσοκώστα
Στις δραστηριότητες επιβίωσης των μοναχών και το περιοίκων του Μοναστηριού της Ρούστιανης έγινε εκτενής αναφορά στην αιγοπροβατοτροφία κατά την προεπαναστατική περίοδο. Το γεγονός ότι πάσα ζωική ή φυτική παραγωγή υπόκειταν σε υψηλή φορολογία από τους Τούρκους αποθάρρυνε τους ιδιώτες περιοίκους να ασχοληθούν με την κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Έτσι το Μοναστήρι με τα προνόμια που απολάμβανε ανέπτυξε και αυτή τη δραστηριότητα επιτυχώς. Χιλιάδες αιγοπροβάτων συντηρούσαν οι μοναχοί με τη βοήθεια των τσοπάνηδων περιοίκων. Όμως φρόντιζαν να είναι διασπαρμένα σε ολιγάριθμα κοπάδια για να μπορούν εύκολα να τα συντηρούν και σε περίπτωση κινδύνου να τα μετακινούν αποτελεσματικά σε ασφαλές καταφύγιο που ήταν το Κρυφό.
Τη χειμερινή περίοδο μερικά κοπάδια τα μετέφεραν στο Μετόχι του Μοναστηριού της Ρούστιανης στον Αϊ-Γιάννη που είναι απέναντι από τη Λευκάδα. Τα υπόλοιπα κοπάδια έμεναν στην περιοχή του Μοναστηριού εξασφαλίζοντας τροφή από τις ελατόσκουπες του κατάφυτου με έλατα δάσους της Πουλιάνας. Έτσι πλησίον του Μοναστηριού της Ρούστιανης δημιουργήθηκαν διάσπαρτοι ολιγάριθμοι ποιμενικοί οικισμοί με τις στάνες όπου έμεναν οι τσοπάνηδες με τις οικογένειές τους έχοντας ως ακοίμητους φρουρούς των ποιμνιοστασίων τους τα τσοπανόσκυλα. Τέτοιοι οικισμοί ήταν το Κοντορούπακο, το Βαρκό, η Βριζούλα και τα Κουστοκωστέϊκα.
Το Κοντορούπακο ήταν μια περιοχή νοτιοδυτικά του Μοναστηριού κατάφυτη με ρουπακιές, πολλά είδη βελανιδιάς. Τα πράσινα φύλλα των ρουπακιών ήταν εκλεκτή τροφή για τα αιγοπρόβατα είτε χλωρά για το καλοκαίρι, είτε ξηρά για τη χειμερινή περίοδο. Γι΄ αυτό από το καλοκαίρι φρόντιζαν να κόβουν τα κλαριά από τις ρουπακιές, να τα δεματοποιούν και να τα στοιβάζουν σε θημωνιές προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν το χειμώνα ως εκλεκτή τροφή για τα αιγοπρόβατά τους μαζί με τον έλατο. Επειδή οι ρουπακιές, βελανιδιές με τα συνεχόμενα κλαδέματα δεν μεγάλωναν, έμεναν κοντές, γι΄ αυτό η περιοχή έμεινε γνωστή με τις κοντές ρουπακιές, Κοντορούπακο.
Το Κοντορούπακο ήταν ο πολυπληθέστερος οικισμός καθόσον στην περιοχή αυτή και στην πλησιέστερη τοποθεσία Νεοχώρι-Καρνοχώρι λειτουργούσαν και σιδηρουργεία-Καμίνια. Τόσο οι μοναχοί όσο και οι περίοικοι με την πρακτική τους ευφυΐα ξεπέρασαν τις ανάγκες. Κατασκεύασαν δύο υπόγειους αγωγούς με κεραμικούς σωλήνες, κιούγκια ή κιούπια, που ξεκινούσαν από το Κοντορούπακο και κατέληγαν στο χώρο του Μοναστηριού. Ο μεν ένας αγωγός μετέφερε το νερό από την πηγή που βρίσκεται στο Κοντορούπακιώτικο χαντάκι και ο άλλος το γάλα των αιγοπροβάτων το οποίο κατά την κατωφερική του μεταφορά χτυπιόταν στα κιούγκια και κατέληγε κοπανισμένο στις γαλακτοκουρούπες(μεγάλα καζάνια) του Μοναστηριού σε δύο διαφορετικές μορφές, σε βούτυρο και τυρόγαλο. Μετά επακολούθησαν οι συνηθέστερες πρακτικές εργασίες συντήρησης και αποθήκευσης.
Αδιάψευστοι μάρτυρες λειτουργίας των ανωτέρω υπογείων αγωγών και σιδηρουργείων στο Κοντορούπακο είναι οι κεραμικοί σωλήνες, κιούγκια που βρέθηκαν στα χωράφια των Κουτσοκωσταίων και ιδιαίτερα στο χωράφι του Ραφτομήτρου (Δημ.Γεωργίου-Δερνίκα) συζύγου Βασιλικής Σπύρου Κουτσοκώστα και οι χημικές ενώσεις σιδηρομεταλλευμάτων που βρίσκονται για πολλά χρόνια στην άκρη του δρόμου για την Πουλιάνα στο Κοντορούπακο πάνω από το σπίτι του Ραφτομήτρου.
Το Βαρκό πήρε την ονομασία από την πηγή και τα υδρόβια φυτά που υπήρχαν γύρω απ΄ αυτή. Ο χώρος στο Βαρκό σε αντίθεση με το Κοντορούπακο ήταν μικρός αλλά αρκετός για ένα ποιμνιοστάσιο. Οι πηγές νερού ήταν ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες επιλογής του χώρου για ποιμνιοστάσιο.
Σε απόσταση ολίγων εκατοντάδων μέτρων από το Βαρκό ήταν η Βριζούλα. Ένα μέρος της τοποθεσίας αυτής το είχαν εκχερσώσει και καλλιεργούσαν τη βρίζα (σίκαλη) από την καλλιέργεια της οποίας πήρε το όνομα Βριζούλα. Η καλλιέργεια της βρίζας την εποχή εκείνη ήταν απαραίτητη περισσότερο για το άχυρο το οποίο χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή των σαμαριών. Εκτός από την καλλιέργεια της βρίζας στη Βριζούλα υπήρχε και ποιμνιοστάσιο.
Σήμερα η Βριζούλα με την καθίζηση που υπέστη έχει παραμορφωθεί και είναι κατάφυτη από κέδρους, έλατα και σπάρτα.
Τα Κουτσοκωστέϊκα εκτείνονταν από το εικόνισμα της Παναγίας μέχρι και το χαντάκι της Βριζούλας.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Παναγιώτη Γ.Κουτσοκώστα, γενάρχης των Κουτσοκωσταίων ήταν ο Κωνσταντίνος Κόκκινος, ο οποίος προεπαναστατικά, λόγω σωματικής αναπηρίας (ήταν κουτσός) προσκολλήθηκε στο υπηρετικό προσωπικό του Μοναστηριού ως κολίγος ή τσοπάνης για να επιβιώσει, ήταν έξυπνος και δραστήριος και μετά την απελευθέρωση και διάλυση του Μοναστηριού της Ρούστιανης έγινε κάτοχος αρκετής κτηματικής περιουσίας του Μοναστηριού. Επειδή ήταν κουτσός απόκτησε και το παρωνύμιο Κουτσοκώστας το οποίο επισκίαζε του πραγματικό του επώνυμο και το άφησε στους απογόνους του κληρονομιά και στην περιοχή προσδιοριστικό στοιχείο ονοματοθεσίας Κουτσοκωστέϊκα.
Στα Κουτσοκωστέϊκα υπήρχαν δύο πηγές νερού, πανύψηλα πλατάνια, αιωνόβιες βελανιδιές και αρκετή καλλιεργήσιμη έκταση. Για την άρδευση των χωραφιών είχαν κάνει δύο υδατοδεξαμενές (γούρνες) όπου συγκεντρωνόταν το νερό των πηγών. Τα Κουτσοκωστέϊκα ήταν ο σπουδαιότερος αγροκτηνοτροφικός οικισμός πλησίον του Μοναστηριού. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους στους προαναφερθέντες ποιμενικούς οικισμούς εξακολουθούσαν να κατοικούν άνθρωποι και να δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα (γεωργία-κτηνοτροφία) μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι των οικισμών αυτών και οι πρακτικές ανάγκες επιβίωσης τους έκαναν να μετεγκατεσταθούν στο χωριό μας Κανάλια. Οι Σιψαίοι εγκατέλειψαν το Κοντορούπακο στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Γληγοροκώστας (Κωνσταντίνος Γρηγορίου Σίψας) το Βαρικό στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Το 1950 μετά την επιστροφή στο χωριό μας από την αναγκαστική εκκένωση (1947-1950) λόγω του εμφυλίου πολέμου η Γιαννάκαινα (Βασιλική χήρα Ιωάννου Χριστοπούλου) έμεινε στη Βριζούλα σε μία ταράτσα με τα παιδιά της. Αργότερα έφτιαξε σπίτι στη Θημωνιά, τοποθεσία ανάμεσα στη Ντελή και Λακκοπούλα όπου εγκαταστάθηκε οικογενειακά για λίγα χρόνια.
Οι Κουτσοκωσταίοι μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο ήταν σχεδόν μόνιμοι κάτοικοι. Μετεμφυλιακά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Κανάλια αλλά δεν έπαψαν να δραστηριοποιούνται στην ανωτέρω περιοχή μέχρι το 1990.
Εκτός από τα ποιμνιοστάσια στους ανωτέρω ποιμενικούς οικισμούς υπήρχαν και άλλα στην Ντελή, στο Παλαιό Πίτσι, στην Λακκοπούλα και στο μετόχι της Ζωοδόχου Πηγής, όπου εξέτρεφαν το πολυπληθέστερο κοπάδι αιγοπροβάτων, όπως αναφέρει ο Κώστας Παφίλης στο δημοσίευμά του «Ένα στολίδι ήταν για τον τόπο μας».
Σήμερα οι ανωτέρω περιοχές έχουν γίνει απρόσιτες και δύσβατες τόσο από τις γεωλογικές μεταβολές που υπέστησαν, όσο και από τη βλάστηση παντός είδους φυτών (κέδροι, έλατα, πλατάνια, σπάρτα, βάτα κ.α.) που δυσκολεύουν μια πορεία προς τα μέρη αυτά.