Του Γιάννη Κουτσοκώστα
ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ - ΕΜΠΟΡΙΟ
Ανωτέρω έγινε λόγος για τον πρωτογενή (γεωργία- κτηνοτροφία) και δευτερογενή (μεταποίηση) τομέα της οικονομίας. Επόμενο ήταν να ακολουθήσει και ο τριτογενής τομέας, το εμπόριο.
Όταν ιδρύθηκε το Μοναστήρι και οι γύρω οικισμοί τόσο οι μοναχοί όσο και οι κάτοικοι προσπαθούσαν να συμπληρώσουν τα ελλείποντα αγαθά με τις μεταξύ τους ανταλλαγές. Π.χ. ο κτηνοτρόφος έδινε ένα αρνί στο γεωργό για να πάρει καλαμπόκι και τανάπαλιν. Έτσι η μορφή της οικονομίας σ' αυτό το στάδιο παρουσιάζεται ανταλλακτική. Τούτο γινόταν γιατί η παντελής έλλειψη χρημάτων υποχρέωνε τους κατοίκους να κάνουν όλες τις εργασίες για να γίνουν αυτάρκεις. Όταν όμως έγινε κάποιος επιμερισμός εργασίας των κατοίκων και η ζήτηση των αγαθών αυξανόταν τότε αναπτύχθηκε και η εμπορική δραστηριότητα.
Το εμπόριο των ντόπιων Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας άρχισε στις αρχές του Ι8ου αιώνα. Στα αστικά κέντρα και πεδινά, περιήλθε νωρίτερα, κατά το πλείστον στα χέρια των Εβραίων, ενώ στα ορεινά ήταν αποκλειστική δραστηριότητα των Ελλήνων. Τα εμπορεύματα διακινούνταν με καραβάνια που στάθμευαν στα χάνια, τα οποία απείχαν το ένα από το άλλο περίπου 30 χιλιόμετρα. Στην περιοχή του Μοναστηριού και στις γύρω περιοχές δεν αναφέρεται κάποιο χάνι. Εικάζεται ότι τα καραβάνια με εμπορεύματα δεν ήταν δυνατόν να φτάσουν στις ανωτέρω δύσβατες περιοχές εφ' όσον διέτρεχαν τον κίνδυνο ληστειών. Γι' αυτό οι κάτοικοι ήσαν αναγκασμένοι να μεταβαίνουν πεζοί στ' Αγά (Σπερχειάδα) όπου γινόταν μια φορά την εβδομάδα παζάρι για να πουλήσουν τα γεωργικά και ζωικά τους είδη και να αγοράσουν υφάσματα, λάδι, ελιές, αλάτι Κ.α.
Επειδή η διακίνηση των αγαθών την εποχή εκείνη ήταν δύσκολη κάποιος διαμεσολαβητής περνοδιάβαινε τα μέρη και κανόνιζε το ύψος των Συναλλαγών και διακινουμένων αγαθών μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών.
Η μουροκαλλιέργεια η οποία αναφέρθηκε ανωτέρω οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση μεταξιού. Η εμπορική δραστηριότητα στις παραπάνω περιοχές ήταν περιορισμένη καθ' όσον η πρωτογενής παραγωγή προοριζόταν για τις ανάγκες των κατοίκων και περίσσευμα άλλων αγαθών για πώληση δεν είχαν. Παρ' όλα αυτά λειτούργησε ο νόμος της αγοράς, της προσφοράς και της ζήτησης, εντατικοποιήθηκε η παραγωγή ορισμένων καλλιεργειών και άλλαξε το επίπεδο ζωής των κατοίκων.