ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Είναι φυσικό για να επιβιώσει ο άνθρωπος πρέπει να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες. Για το σκοπό αυτό τόσο οι μοναχοί του μοναστηριού όσο και οι έλληνες που ρίζωσαν στους πλησιέστερους χώρους στράφηκαν αρχικά στην κτηνοτροφία και γεωργική εκμετάλλευση (πρωτογενής τομέας).
α. Κτηνοτροφία
Η νομαδική κτηνοτροφία και ιδίως η αιγοπροβατοτροφία ανήκε στις δραστηριότητες των μοναχών του Μοναστηριού. Εξ’ άλλου η περιοχή με τις γλαντινιές, τις ουστριές, τις ρουπακιές, τα έλατα, τα βάτα και το χλωρό χορτάρι προσφερόταν για μια τέτοια κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Οι μοναχοί συντηρούσαν πολλά ολιγάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων για να τα ελέγχουν, να τα ταΐζουν και να τα απομακρύνουν γρήγορα σε περίπτωση κινδύνου. Για ευνόητους λόγους τις στάνες, στρούγκες, τους σταύλους δεν τα έκαναν πλησίον του Μοναστηριού αλλά σε απρόσιτες και κρυφές τοποθεσίες (Βαρκό- Βριζούλα-Ψηληράχη- Κρυαβρύση- Κρυφό) ενώ το Μοναστήρι της Ρούστιανης ήταν προσβάσιμο στους Τούρκους και τα ζωντανά του Μοναστηριού τα οποία αποτελούσαν την κινητή περιουσία του μπορούσαν να τα απομακρύνουν σε ασφαλές μέρος κατά τις επιδρομές του εχθρού.
Τέτοια τοποθεσία απρόσιτη στους Τούρκους ήταν το Κρυφό. Το Κρυφό παρείχε ασφάλεια τόσο στους κυνηγημένους από τους Τούρκους Έλληνες, όσο και στα ζώα τους. Τα αιγοπρόβατα όσο ήταν σε μεγάλη απόσταση από το Μοναστήρι, τόσο το πρόβλημα της μεταφοράς και εκμετάλλευσης του γάλατος γινόταν δύσκολη. Η ανάγκη αυτή τους έκανε να επινοήσουν ένα υπόγειο σύστημα μεταφοράς και εκμετάλλευσης του γάλατος που δείχνει την πρακτική ευφυΐα των Μοναχών και προκαλεί το θαυμασμό μας.
Συνέδεσαν τις τοποθεσίες Αμπέλια –Βριζούλα- Ψηληράχη μέχρι το χώρο του Μοναστηριού με κιούπια. Τα κιούπια ήταν κεραμικοί σωλήνες μήκους 25-30 εκατοστών και διαμέτρου 10-15 εκατοστών, παρόμοιοι με τους σωλήνες ύδρευσης και χωμένοι βαθιά στη γη. Αψευδείς μάρτυρες των ανωτέρω επινοήσεων και εφαρμογών των Μοναχών του Μοναστηριού της Ρούστιανης είναι τα κιούπια (κεραμικοί σωλήνες) που βρέθηκαν στα χωράφια των Δ.Γ.Δερνίκα (Ραφτομήτρου) και των αδελφών Κων/νου και Παναγιώτη Κουτσοκώστα. Διανύοντας την παιδική μου ηλικία και ζώντας για πολύ χρόνο στην ανωτέρω περιοχή έβλεπα για πολύ καιρό τα κιούπια στοιβαγμένα σε μιαν άκρη από τον πατέρα μου για να τα χρησιμοποιήσει μελλοντικά. Ο χρόνος όμως είναι φθοροποιός και νεκροθάφτης και για αυτά τα μνημεία. Εάν σήμερα γίνει βαθιά άροση στα χωράφια του Ραφτομήτρου ενδέχεται να έλθουν στην επιφάνεια και άλλα σπουδαία ευρήματα για το Μοναστήρι της Ρούστιανης.
Μετά το άρμεγμα των αιγοπροβάτων οι Μοναχοί έριχναν το γάλα στο υπόγειο σύστημα με τα κιούπια ή κιούγκια και σε ελάχιστο χρόνο το γάλα έφτανε στο χώρο του Μοναστηριού και συγκεντρωνόταν μέσα σε μεγάλα καζάνια (γαλακτοκουρούπες). Η διαδικασία αυτή μεταφοράς του γάλατος είχε σαν αποτέλεσμα να χτυπιέται το γάλα στα τοιχώματα των σωλήνων, δηλ. να κοπανίζεται και όταν έφτανε στον προορισμό του διαχωριζόταν σε βούτυρο και αποβουτυρωμένο γάλα (ξινόγαλο). Στη συνέχεια έπαιρναν το βούτυρο το αλάτιζαν και το έβαζαν μέσα σε βιδούρες. Το αποβουτυρωμένο γάλα μετά το έβραζαν και το στράγγιζαν μέσα στις τσαντήλες. 'Έτσι έπαιρναν το ξυνοτύρι, χωρίς λιπαρά το οποίο και αυτό αλάτιζαν και το τοποθετούσαν σε καρδάρες. Το εναπομείναν από αυτή τη διαδικασία υγρό στοιχείο (τυρόγαλο) , το χρησιμοποιούσαν και ως τροφή των σκυλιών και των γουρουνιών.
Ακόμη το γάλα το χρησιμοποιούσαν για να πήξουν τυρί, το οποίο αφού αλάτιζαν το τοποθετούσαν μέσα σε τουλούμια, δέρματα αρνιών ή κατσικιών καταλλήλως επεξεργασμένα.
Τις βιδούρες, τις καρδάρες και τα τουλούμια οι μοναχοί τα τοποθετούσαν σε ειδικά κελάρια-αποθήκες και κάποιος μοναχός παρακολουθούσε τη συντήρηση των γαλακτοκομικών αυτών προϊόντων τα οποία αποτελούσαν πολύτιμη τροφή τόσο για τους Μοναχούς όσο και για τους περιοίκους, τους περαστικούς και τους κλέφτες της περιοχής.
Εκτός από τα αιγοπρόβατα εξέτρεφαν και άλλα ζώα για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Για τη μεταφορά λογής-λογής φορτίων είχαν τους όνους και ημιόνους. Τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Τα συγγενικά αυτά ζώα προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες προσέφεραν ανεκτικά τις πολλαπλές υπηρεσίες τους. Τα υπομονετικά γαϊδούρια μαζί με τα λιγοστά βόδια τα χρησιμοποιούσαν για όργωμα των χωραφιών. Η αγελαδοτροφία στην περιοχή του Μοναστηριού ήταν περιορισμένη. Ανάπτυξη φαίνεται ότι είχε στον Ντελή και στο Πίτζι. Η ονομασία της τοποθεσίας που είναι κοντά στις ανωτέρω περιοχές Γιαλαδόσταλος συνηγορεί υπέρ της άποψης αυτής. Και η χοιροτροφία αποτελούσε μορφή κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης από τους Μοναχούς καθ' όσον εξασφάλισαν εκτός από το κρέας και το λίπος τα γουρουνοτσάρουχά τους από το δέρμα των γουρουνιών. Παράλληλα δε ήταν δραστηριότητα οικόσιτης κτηνοτροφίας των κατοίκων της Ντελής, Πίντζι, Κ.α. περιοχών για τα ίδια αγαθά. Γενικά όλα τα ζώα που ήσαν στην υπηρεσία και εκμετάλλευση των Μοναχών φάνηκαν αναγκαία και ευεργετικά τόσο για τους Μοναχούς όσο και για εκείνους που είχαν οποιαδήποτε σχέση με το Μοναστήρι
β. Γεωργία
Βασική τροφή των ανθρώπων είναι το ψωμί. Γα να επιβιώσουν οι Μοναχοί και οι 'Έλληνες οι οποίοι κατέφευγαν σε απρόσιτες και ορεινές περιοχές στράφηκαν στη γεωργία και κτηνοτροφία. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν να εκχερσώνουν τη Γή και να την μετατρέπουν σε καλλιεργήσιμη έκταση. Ως εργαλεία χρησιμοποίησαν την αξίνα (σκεπαρνιά) το μοχλό (λοστό) και τα χέρια τους. Με την επίμονη χειρονακτική εργασία τους δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη σπιθαμή γης. 'Όπου το έδαφος ήταν επικλινές έκτιζαν πεζούλια (ξερότοιχους) που σώζονται μέχρι σήμερα. Τα πεζούλια εξυπηρετούσαν διπλό σκοπό: συγκρατούσαν το χώμα να μην παρασυρθεί από το νερό της βροχής ή της άρδευσης και αποθήκευαν τις μικρές πέτρες που δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν σε άλλο μέρος. Το όργανο μεταφοράς των μικρών λίθων στα πεζούλια ήταν οι κοuρίτες, ημικυλινδρικές κοιλότητες από κουφάλες ξηρών δένδρων συρόμενες από τους εργαζόμενους με τα χέρια. Επειδή ο χώρος ήταν περιορισμένος και η κλίση του εδάφους ήταν μεγάλη έκαναν πολλά πιτσουράκια, μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις με πεζούλια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι 'Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Οι καλλιεργητές ήσαν νομείς μιας γης που ανήκε στο Σουλτάνο. Με τα θρησκευτικά προνόμια του Σουλτάνου προς τους χριστιανούς (παραχωρήσεις θρησκευτικού περιεχομένου) τα Μοναστήρια μπορούσαν να έχουν γαία υπαγομένη στην κατηγορία των βακουφίων. Έτσι το Μοναστήρι απέκτησε κτήματα όχι μόνο στις κοντινές περιοχές αλλά και σε μακρινές που έφταναν μέχρι τον Άγιο Ιωάννη Λευκάδας. Επειδή οι Μοναχοί του Μοναστηριού δε μπορούσαν να καλλιεργήσουν όλα τα κτήματα ανέθεταν την καλλιέργεια αυτών βάσει συμφωνίας (συμφωνία μισθώσεως) σε κολλήγους. Με τον τρόπο αυτό πάρα πολλοί 'Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας (Γεωργική οικονομία) εξασφάλιζαν τα αναγκαία προς το ζην και πρόσφεραν αρκετά γεννήματα προς το Μοναστήρι.
Οι κυριότερες καλλιέργειες ήταν του σιταριού, κριθαριού, βρίζας, φασολιών και καλαμποκιού. Σήμερα αναφέρονται περιοχές με συγκεκριμένες καλλιέργειες όπως η Βριζούλα όπου καλλιεργούσαν τη βρίζα (σίκαλη) και τα Κριθαράκια. Επίσης καλλιεργούσαν για τις ενδυματολογικές τους ανάγκες το λινάρι και το βαμβάκι. Το μαρτυρά η περιοχή που φέρει και το όνομα Βαμβακιά. ΟΙ Μοναχοί γύρω από το Μοναστήρι ασχολούνταν και με τις κηποκαλλιέργειες. Επειδή οι κηποκαλλιέργειες και ορισμένα άλλα φυτά είχαν ανάγκη αρδεύσεως οι Μοναχοί κατασκεύασαν υδραύλακες μεταφέροντας το νερό από το Καβρόρεμα, το χαντάκι της Βριζούλας και από το κοντορουπακιώτικο χαντάκι στα καλλιεργούμενα κτήματα. Για τις ανάγκες του Μοναστηριού σε οίνο, ειδικά για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και για τις ιδικές τους ανάγκες επιδόθηκαν οι Μοναχοί και με την καλλιέργεια αμπέλου και κλημάτων. Ξεχώρισαν την κατάλληλη προσηλιακή τοποθεσία, την εκχέρσωσαν, εφύτευσαν κλήματα και την μετέτρεψαν σ' αμπέλια. 'Εκτοτε η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε Αμπέλια και μνημονεύεται μέχρι σήμερα.
Επίσης οι Μοναχοί, αλλά και κάτοικοι της περιοχής του Μοναστηριού φύτευαν κλήματα κοντά στα μεγάλα δένδρα (πλατάνια, βελανιδιές κ.α.) τα οποία όταν μεγάλωναν, αναρριχούνταν επάνω στα δένδρα, όπου καρποφορούσαν. Η γεωργία, η ενασχόληση με τη γη , καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Ακροθιγώς αναφέρθηκαν οι κυριότερες ασχολίες. Είναι γνωστό ότι όταν πάει καλά η γεωργία πάνε καλά και όλα τα άλλα