Απο το βιβλίο του Δημοσθένη Καλτσά
Το πανηγύρι του Μοναστηριού
Οι αναμνήσεις μου από το ΠΑΝΗΓΥΡΙ της ΡΟΥΣΤΙΑΝΗΣ στις 8 Σεπτεμβρίου, πηγάζουν από την παιδική μου ακόμα ηλικία. Ο πατέρας μου, η μάνα μου και όλοι εμείς, τα παιδιά, ξεκινούσαμε κάθε οκτώ Σεπτέμβρη να πάμε για να λειτουργηθούμε στο «κατ’ Μαναστήρ». Μετά τη λειτουργία ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι.
Στη λειτουργία τότε, όπως και τώρα συμμετείχαν όλοι οι παπάδες των συναφών χωριών (Πουγκάκια, Κανάλια, Παλαιοχώρι και Λευκάδα).
Παραθέτω παλιά φωτογραφία:
Στ’ αφτιά μου ακόμα αντηχούν οι ψαλμωδίες των παπάδων και ψαλτάδων που μας ανέβαζαν στα ουράνια καθώς αντηχούσαν στα γύρω βουνά.
Πρώτο και καλύτερο ακουγόταν το απολυτίκιο της γενέσεως της Θεοτόκου.
«Η γέννησή σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη, εκ σου γαρ ανέτειλε ο Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών και λύσας την κατάραν έδοκε την ευλογίας και καταργήσας τον θάνατον εδωρήσατο ημίν ζωήν αιώνιον».
Μετά την λειτουργία ακολουθούσε μεγάλο πανηγύρι. Πρώτοι έσερναν το χορό οι παπάδες με το τσάμικο και το καλαματιανό. Τα ψητά αρνιά και τα κατσίκια μοσχοβολούσαν. Γλέντι με τα όλα του. Ο Βαγγέλης ο Πιλάτος, τέως πρόεδρος Πουγκακίων, μου είπε ότι σε κάποιο πανηγύρι μέτρησε πάνω από εξήντα ψητά.
Ένας ολόκληρος λαός απ[ο τα Κανάλια, Πουγκάκια, Παλαιοχώρι, Πίτσι, Γαρδίκι, Στάγια και Λευκάδα άρχιζε το τραγούδι, το χορό και το φαγοπότι.
Το κρασί έρρεε άφθονο και το νυφοπάζαρο έδινε και έπαιρνε. Τότε και τώρα ίσως, τα πανηγύρια ήταν τόπος συνάθροισης, κοινωνικών εκδηλώσεων και επαφών. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου τα όργανα που ξεσήκωναν νέους και γέρους για χορό.
Ακούω ακόμα
Το βιολί του Βαγγέλη Σαμαρίκα του Καναλιώτη,
Το βιολί του Βασίλη Πιλάτου του Πουγκακιώτη
Το σαντούρι του Κώστα Αντωνίου απ’ τα Ζερέλια
Το κλαρίνο του Μπαλαγιάννη απ’ τη Στάγια
Δέκα τουλάχιστον ταμπουράδες και νταούλια.
Όλα αυτά τα όργανα σκορπούσαν ουράνια μελωδία που έπιανε όλες τις πλαγιές και τα ρουμάνια της περιοχής. Το γλέντι κρατούσε όλη τη μέρα μέχρι και αργά το βράδυ και πέρα ακόμα. Τέλος όλοι επέστρεφαν ευτυχισμένοι στα χωριά τους. Το πανηγύρι της Ρούστιανης είναι το τελευταίο πριν από το χειμώνα.
Όλα αυτά κράτησαν μέχρι το έπος του Σαράντα.
28 Οκτωβρίου 1940 οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν δυνατά, όχι όμως για χαρές και πανηγύρια αλλά για πόλεμο.
Ήρθε η Ιταλογερμανική κατοχή και ακολούθησε ο καταραμένος εμφύλιος. Τα πράγματα άλλαξαν . Η αγάπη παραχώρησε τη θέση της στο μίσος ανάμεσα στους χωριανούς και συντοπίτες. Τα σχολεία έκλεισαν , τα χωριά διαλύθηκαν, κατέβηκαν στις πόλεις για ν’ αποφύγουν τον αλληλοσπαραγμό, τα χωράφια ξεράθηκαν, τα κοπάδια έσβησαν.
Κάθε προσπάθεια να ξαναζωντανέψουν τα χωριά μας ξεθώριασε. Και να σκεφθεί κανείς ότι μόνο τα Πουγκάκια μετρούσαν τους χίλιους κατοίκους. Εκατό παιδιά είμασταν στο Δημοτικό Σχολείο όταν εγω ήμουνα μαθητής του, αντίστοιχα και τα λοιπά χωριά Παλαιοχώρι, Γαρδίκι, Κανάλια, Πίτσι. Η Λευκάδα κρατήθηκε ζωντανή από τη καταστροφή. Επέζησε και κράτησε τον πληθυσμό της.
Σήμερα γίνονται προσπάθειες , με δρόμους και άλλα έργα, ν’ αναπτυχθούν και πάλι τα ορεινά αυτά χωριά μας με άλλη μορφή, ας πούμε τουριστική.
Όπως όμως και να έχει, η εποχή εκείνη πέρασε, ξεχάστηκε.
Το μοναστήρι εξακολουθεί να ζεί. Κάθε οκτώ του Σεπτέμβρη λειτουργεί, το πανηγύρι γίνεται αναβιώνοντας διαφορετικά τις παλιές μέρες.