ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΣΤΙΑΝΗΣ

Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας προστατεύει στοργικά όλα τα πλάσματά του και ιδιαίτερα την κορωνίδα των δημιουργημάτων του, τον άνθρωπο και όταν παρεκκλίνει από το θέλημά Του. 

Το ελληνικό γένος στη μακρόχρονη και μεγάλη δοκιμασία του στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιά γνώρισε την εύνοια του Θεού και απόλαυσε με θαυμαστό και σωτήριο τρόπο τις ευεργεσίες Του μέσα από τα μοναστήρια.

Εκεί εχείμαζε ο Ελληνισμός στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αυτά διατηρούσαν άσβεστη τη φλόγα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Ένα άγνωστο για πολλούς αλλά πλούσιο σε προσφορά στους κατοίκους της περιοχής του ήταν και το μοναστήρι της Ρούστιανης. Ο ακριβής  χρόνος ιδρύσεως  του μοναστηριού καθώς και οι κτήτορές του παραμένουν άγνωστα για μας στοιχεία. Αν υπήρχαν κάποια γραπτά κείμενα για τα ανωτέρω ίσως να κατεστράφησαν  κατά τις καταστροφές που υπέστη το μοναστήρι από τα Τουρκικά στρατεύματα. Μόνο αν συσχετίσουμε τα ιστορικά γεγονότα που επακολούθησαν μετά την τουρκική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο μπορούμε να εικάσουμε για την χρονολογία ίδρυσης του μοναστηριού.

Το έτος 1453 δηλώνει τη χρονολογία κατάλυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όμως οι κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων είχαν αρχίσει πριν την χρονολογία αυτή και συνεχίστηκαν και μετά απ’ αυτήν. Τόσο οι άνθρωποι όσο και ο τόπος άλλαξαν κυρίαρχο και η αλλαγή της κυριαρχίας έφερε πολλές μεταβολές σε πολλά επίπεδα:

 Κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό, δημογραφικό.

Με την τουρκική κυριαρχία άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ο Σουλτάνος καθίσταται κύριος της γης. Αυτός παραχωρεί τις ιδιωτικές βακούφικες και δημόσιες γαίες σε νομείς διατηρώντας το δικαίωμα ανάκλησης σε περίπτωση που ο νομέας δεν ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του. Εγκαταστάθηκαν μουσουλμανικοί πληθυσμοί στη βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλία και σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας. Επίσης η εγκατάσταση των νεοτέρων φυλών έγινε όχι μόνο στην ύπαιθρο αλλά και σε πόλεις και τοποθεσίες που είχαν στρατιωτική διοικητική και οικονομική αξία. Συγχρόνως η κατάκτηση ολοκληρώνεται με την εγκατάσταση στρατιωτικών , διοικητικών και θρησκευτικών λειτουργιών στις περιοχές αυτές.

Έτσι με την τουρκική κυριαρχία έχουμε μια αλλαγή στο δημογραφικό των υπόδουλων Ελλήνων. Ένα μέρος δέχεται την τουρκική κυριαρχία είτε από πιέσεις, βασανιστήρια και εξισλαμισμούς, είτε από οικονομικούς συμφεροντολογισμούς και αποτελεί ενεργό μέρος της συμπτυσσόμενης κοινωνίας σε προσοδοφόρες περιοχές. Άλλο μέρος του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού μετακινείται στις Βενετοκρατούμενες περιοχές ή σε απρόσιτες ορεινές περιοχές για ν’ αποφύγει τα δεινά της αβάστακτης τυραννίας. Κατά την περίοδο αυτή εγκαθίστανται οι πρώτοι Έλληνες χριστιανοί στις σημερινές τοποθεσίες Πουγκάκια και Παλαιό Πίτσι. Τις τοποθεσίες αυτές τις επέλεξαν εκτιμώντας τα δυο σημαντικά πλεονεκτήματα:

  1. Τη φυσική προστασία που παρείχε το φυσικό περιβάλλον τόσο από τους Β.Δ ανέμους, όσο και από τις επιθέσεις του εχθρού και
  2. Τη δυνατότητα ν’ απολαμβάνουν τα’ αγαθά του δάσους παράλληλα με την γεωργοκτηνοτροφική της δραστηριότητα. Οι ανωτέρω οικισμοί αναπτύχθηκαν όχι μόνο πληθυσμιακά και οικονομικά αλλά και εξαπλώθηκαν προς τη παραρουστιανίτικη περιοχή. Όλα αυτά τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε βάθος χρόνου, στα τέλη του 15ου και αρχές 16ου μ.Χ αιώνα.

Τότε εικάζεται ότι ιδρύθηκε και το μοναστήρι της Ρούστιανης. Ο Ελληνικός πληθυσμός που εγκαταστάθηκε στις περιοχές αυτές μαζί με τα υπάρχοντά του κουβαλούσε μέσα στην ψυχή του άσβεστη τη πίστη του προς τον Τριαδικό Θεό. Αισθάνθηκε την ανάγκη να τον λατρεύσει. Γι’ αυτό έκτισε ναούς, πρώτα τον ναό αφιερωμένο στη γέννηση του Ιωάννου του Προδρόμου στο Πίτζι και αργότερα το ναό αφιερωμένο στη γέννηση της Μαρίας της Θεοτόκου ο οποίος εξελίχτηκε σε κοινοβιακό μοναστήρι στην ομώνυμη τοποθεσία. Και οι δυο ναοί για τους λίγους Ρωμιούς είχαν και συμβολική σημασία. Οι γεννήσεις ου Ιωάννου του Προδρόμου και της Μαρίας της Θεοτόκου έχουν θαυμαστά θεϊκά χαρίσματα. Ήσαν καρποί άκαρπων κοιλιών και έφεραν μηνύματα σωτηρίας σον κόσμο. Τα ίδια μηνύματα σωτηρίας του Ελληνισμού περνούσαν στο νου και την ψυχή των υπόδουλων Ελλήνων. Ζωντάνεψαν την ελπίδα ότι τίποτα δε χάθηκε και ότι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι.

Κατά τη μαρτυρία του αοιδίμου Παπα-Βασίλη Αντωνίου η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ανάγκασε πάρα πολλούς μοναχούς από την Πόλη και τα παράλια της Μικράς Ασίας να ζητήσουν καταφύγιο και φιλοξενία στα απάτητα από τους Τούρκους μέρη της πατρίδας μας. Κατά το διάστημα αυτό κυνηγημένοι και ξεριζωμένοι μοναχοί ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην πανέμορφη παραποτάμια περιοχή της ρουστιανίτικης γης, σ’ ένα πανοραμικό λόφο αντίπερα στα Κανάλια, τον οποίο ο Μεγάλος Αρχιτέκτων της φύσης τον προόρισε να γίνει τόπος λατρείας και προσευχής…..

Κατά τη παράδοση οι μοναχοί που ήρθαν στα μέρη μας μετέφεραν στις αποσκευές τους και την ιερή εικόνα της γεννήσεως της Θεοτόκου αναζητώντας κατάλληλη τοποθεσία για ανέγερση ιερού ναού. Φαίνεται ότι διαφώνησαν ως προς την τοποθεσία με αποτέλεσμα η ιερή εικόνα να εξαφανισθεί θαυματουργικά. Φυσικά η στεναχώρια τους ήταν μεγάλη και η ελπίδα για την ανεύρεσή της θέρμαινε την ψυχή τους. Αργότερα με θεία έμπνευση η Ιερή εικόνα βρέθηκε σε κοίλωμα του Βράχου, το γνωστό σε μας ως το Τύπωμα της Παναγίας από τους ίδιους τους μοναχούς ή από τους ποιμένες των αιγοπροβάτων που έβοσκαν τα ποίμνιά τους στην περιοχή αυτή. Η χαρά που ένοιωσαν ήταν απερίγραπτη. Έσκυψαν ευλαβικά και ασπάστηκαν την Ιερή εικόνα και ευχαρίστησαν τα θεία πρόσωπα που τους αξίωσαν να πρωτοστατούν  σε τέτοια θαυμαστά γεγονότα. Με τη σκέψη ότι στον απρόσιτο και δύσβατο αυτό τόπο δεν είναι δυνατό να κτιστεί ιερός ναός προς τιμήν του θείου προσώπου και λατρεία του Θεού πήραν αγκαλιά την εικόνα και βαδίζοντας σε δυσκολοπάτητα μονοπάτια κατευθύνθηκαν προς την κόγχη του βράχου. Όταν φτάσανε εκεί σταμάτησαν για λίγο σ’ ένα μικρό πρανές πάτωμα. Αμέσως αντίκρισαν τον πανοραμικό λόφο κατάφυτο με μεγάλα δέντρα που ορθωνόταν μπροστά τους από τη συμβολή του Καβουρορέματος με τον Ρουστιανίτη μέχρι τις λάκκες του μοναστηριού και ομόψυχα και ομόφωνα είπαν: «ιδού ο τόπος»

Η θεία Πρόνοια προόριζε αυτόν τον τόπο να γίνει τόπος λατρείας του Πανάγαθου Θεού , τόπος προσκύνησης της ιερής εικόνας της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η είδηση της ανεύρεσης της ιερής εικόνας της γεννήσεως της Θεοτόκου διαδόθηκε αμέσως και προκάλεσε το ενδιαφέρον όλων των Ελλήνων της περιοχής οι οποίοι με μεγάλη ευχαρίστηση πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν για ην ανέγερση ιερού ναού στον τόπο που επέλεξαν. Με πρωτοβουλία και καθοδήγηση των μοναχών και την ολόψυχη συμμετοχή των περιοίκων σε ελάχιστο χρόνο  ο ναός ήταν έτοιμος για τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών τον οποίον αφιέρωσαν στη γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου πιστεύοντας ότι είχαν τη σκέπη και προστασία Της.

Ο ναός που έκτισαν στον πυραμιδοειδή λόφο του μοναστηριού ήταν μικρός, απλός και αρκούσε για τις λατρευτικές ανάγκες. Εξ’ άλλου δεν υπήρχαν δυνατότητες για μεγαλόπρεπα κτήρια. Εκεί κατέφυγαν και άλλοι μοναχοί και αποτέλεσαν ένα κοινοβιακό μοναστήρι το οποίο περιλάμβανε δύο κατηγορίες μοναχών.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι μοναχοί οι οποίοι από εσωτερική παρόρμηση, κλίση και από άνωθεν κλήση ακολούθησαν το μοναχικό βίο τηρώντας τον τρίπτυχο κανόνα του μοναχού Ακτημοσύνη-Παρθενία-Υπακοή.  Αυτοί οι μοναχοί ήσαν ολιγάριθμοι και ολιγογράμματοι, υπήρξαν ποιμένες και λειτουργοί της Εκκλησίας του Χριστού, ενίσχυσαν την πίστη των υπόδουλων Ελλήνων προς το Θεό και στήριξαν την αποσταμένη ελπίδα του Έθνους. Έγιναν οι πυλώνες του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού.

Οι Έλληνες στα δύσκολα εκείνα χρόνια κάτω από τη καθοδήγηση των μοναστηριών απέκτησαν εθνική συνείδηση, διατήρησαν την πίστη τους, τις παραδόσεις , τα ήθη και τα έθιμα και αντιστάθηκαν στο βίαιο εξισλαμισμό. Ενώ όσοι έμειναν μακριά από τη επιρροή της Εκκλησίας υπέκυψαν στον εξισλαμισμό.

Στη δεύτερη κατηγορία μοναχών ανήκουν εκείνοι οι Έλληνες οι οποίοι προκειμένου ν’ αποφύγουν τον κεφαλικό φόρο, προτίμησαν να γίνουν μοναχοί. Οι μοναχοί αυτοί μαζί με τους κολίγους κα τους τσοπάνηδες  ανέλαβαν όλες τις οικονομικές δραστηριότητες  πρωτογενούς και δευτερογενούς μορφής στο μοναστήρι. Με τις διευρυμένες οικονομικές δραστηριότητες  το μοναστήρι απέκτησε καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης κάνοντας εκχερσώσεις και χιλιάδες αιγοπροβάτων  με αποτέλεσμα να έχει  σημαντικά εισοδήματα φυτικής και ζωικής προέλευσης τα οποία καρπούνταν οι μοναχοί, οι περίοικοι και τα ασώματα των κλεφτών. Μπορεί οι κλέφτες με τις επιδρομές τους στα πεδινά να αποκόμιζαν πρόσκαιρα τα αναγκαία για τη ζωή τους αγαθά, όμως το μοναστήρι ήταν γι’ αυτούς το καταφύγιο, ήταν ο βασικός τροφοδότης τους.

Το μοναστήρι της ρούστιανης, όπως και τόσα άλλα μοναστήρια ιδρύθηκε μετά την υποδούλωση των Ελλήνων στους Τούρκους και έπαψε να λειτουργεί μετά τη απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους. Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Θεία Πρόνοια το προόρισε να γίνει το στήριγμα των υπόδουλων Ελλήνων στην περιοχή μας. Ήταν δώρο, ήταν ευλογία του Θεού!

Pin It