ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΔΙΑΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Η διάλυση των μοναστηριών με το νόμο του Όθωνα είχε δυσάρεστες συνέπειες τόσο για το μέλλον του Μοναστηριού της Ρούστιανης όσο και για τους κατοίκους που ζούσαν σε οικισμούς γύρω απ’ αυτό.
Τα διαλυθέντα μοναστήρια έπαψαν να έχουν νομική υπόσταση και δε μπορούσαν να διεκδικήσουν έννομα ουδέν δικαίωμά τους ούτε μπορούσαν να προβούν σε δικαιοπραξία αν και διέθεταν μεγάλες κτηματικές περιουσίες. Με τον τρόπο αυτό τα μοναστήρια απώλεσαν τις περιουσίες τους.
Η μεγάλη κτηματική περιουσία του μοναστηριού της Ρούστιανης που εκτεινόταν προς τα Β.Α από την Αγία Ιερουσαλήμ στο Πίτσι μέχρι τον Αϊ Γιάννη αντίπερα της Λευκάδας δεσμεύτηκε και διανεμήθηκε στους κατοίκους πέριξ του μοναστηριού χωρίς ν’ αφεθεί στην κυριότητα του Μοναστηριού ούτε ένα στρέμμα γης, ούτε καν αυτά τα κτήματα που ήταν πλησίον του Μοναστηριού.
Η διάλυση του μοναστηριού της Ρούστιανης επέφερε και το τέλος των δραστηριοτήτων του στον πρωτογενή τομέα (γεωργία και κτηνοτροφία) . Το υπηρετικό προσωπικό (κολίγοι και τσοπάνηδες) έφυγε, έμειναν μόνο λίγοι μοναχοί αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης και συνέχισης της μοναστικής ζωής.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το μοναστήρι ένωνε του περιοίκους, τους παρείχε βασικά αγαθά για την επιβίωσή τους και έπαιζε σπουδαίο καθοδηγητικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του ελληνορθόδοξου φρονήματος των. Μετά την απελευθέρωση οι περίοικοι ιδιοκτήτες πλέον της κτηματικής περιουσίας του μοναστηριού αδιαφόρησαν για το μέλλον του μοναστηριού. Για πολλά χρόνια στο χώρο του μοναστηριού χωρίς την παρουσία ιερωμένων στέκονταν βουβοί προσκυνητές.
Όταν έπαψε να ηχεί το σήμαντρο του μοναστηριού στα τέλη του 1838 τότε οι περίοικοι του μοναστηριού αντελήφθησαν με πόνο ψυχής το μεγάλο κενό που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην ψυχική τους ανάγκη να λατρεύουν το Θεό τους και στην ανυπαρξία λειτουργών του Υψίστου.
Μπορεί να ικανοποίησαν το δικαίωμά τους για απόκτηση περιουσίας αλλά ένιωθαν απόμακροι από την ευλογία του Θεού και τη μεσιτεία της Παναγίας.
Χωρίς ιερωμένο δε μπορούσε να τελεστεί στο Ναό του μοναστηριού ουδεμία από τις προβλεπόμενες Ιερές Ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για αρκετά χρόνια θερμοπαρακαλούσαν τον ερχομό κάποιου ιερέα από τις πλησιέστερες ενορίες για να συμμετάσχουν στις λατρευτικές συνάξεις και στα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Ουδεμία πρωτοβουλία ανέπτυξαν για την επαναλειτουργία του μοναστηριού.
Όπως προκύπτει από έρευνα του καθηγητή φιλολόγου κ Δημ. Νάσου στα αρχεία της Επισκοπής Φθιώτιδας, η Επισκοπή Ζητουνίου (Λαμίας) άρχισε από το 1837 να διοργανώνει την Επισκοπή ορίζοντας Ιερούς ναούς ως ενοριακούς και διορίζοντας σ’ αυτούς κληρικούς ως εφημέριους. Μεταξύ των ονομάτων ενοριών και εφημερίων στη Δυτική Φθιώτιδα συμπεριλαμβάνονται και δυο ενορίες των Πουγκακίων όπου διορίστηκαν ως εφημέριοι οι δύο Πρεσβύτεροι :Δημήτριος Γεωργίου και Τριαντάφυλλος Δημητρίου. Τότε υπάγονταν στα Πουγκάκια και οι οικισμοί γύρω από το μοναστήρι της Ρούστιανης (Αφεντικά-Ντελή-Κοντορούπακο) και το Πίτζι (Πίτσι).
Για περισσότερα από 80 χρόνια στους ανωτέρω οικισμούς, όπου υπήρχαν ναοί, επισκέπτονταν περιοδικά στις γιορτές και αργίες Ιερείς από τα Πουγκάκια και πρωτοστατούσαν στις Ιερές Ακολουθίες και στα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Ιδιαίτερα στον εορτασμό της γεννήσεως της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου γινόταν εκκλησιασμός και μετά ακολουθούσε μεγάλο πανηγύρι.
Το 1912 τα Αφεντικά και οι γύρω από το μοναστήρι οικισμοί απετέλεσαν κοινότητα με επίσημη ονομασία Κανάλια.
Μετά τοποθετήθηκε μόνιμα στα Κανάλια ο πρώτος Ιερέας Κων/νος Τσεκούρας (1856-1943) από τα Πουγκάκια.