ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
(Πραγματικά γεγονότα)
Εξομολογήσομαί σοι , Κύριε εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου. Ψαλ. Θ στίχος 2
Ερμηνεία: (Π.Ν. Τρεμπέλα).Θα σε δοξάσω και θα σε ευχαριστήσω ,Κύριε, με όλη την καρδιά μου και με όλες τις δυνάμεις της ψυχής μου θα διηγηθώ όλα τα θαυμαστά έργα της δημιουργικής δυνάμεως και προνοίας σου καθώς και της πατρικής προστασίας σου που έδειξες και σε μένα.
Με τον ανωτέρω ψαλμικό στίχο ο προφητάναξ Δαυίδ απευθύνει επινίκιο άσμα με το οποίο δοξολογεί τον φιλεύσπλαχνον θεόν για την απόκρουση και κατάρρευση των εχθρών του. Το παράδειγμα του Δαυίδ παρακινεί όλους μας να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να ενθυμηθούμε τις τόσες ευεργεσίες που απολαύσαμε από τον Θεόν. Όλοι μας έχουμε περιπτώσεις κατά τις οποίες διατρέξαμε σοβαρούς κινδύνους αλλά η πρόνοια του Θεού μας επισκέφθηκε με θαυμαστό τρόπο και μας έσωσε. Όλες αυτές τις ευεργεσίες δεν πρέπει να τις λησμονούμε αλλά να τις εκδιηγούμαστε δοξάζοντες τον Θεόν.Εξ' άλλου τα λόγια του Κυρίου μας προς τον δαιμονισμένο άνδρα της χώρας των Γαδαρηνών που τον θεράπευσε και ήθελε να τον ακολουθήσει:"Υπέστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός σου..." (Λουκ. Η39) απευθύνονται προς όλους μας και μας προτρέπουν να ευχαριστούμε και να δοξολογούμε τον Θεόν για τα θαυμαστά Του έργα και τις ευεργεσίες που απολαμβάνουμε. Συναντιλήπτορες στο έργο της Θεϊκής προστασίας με τις μεσιτείες στους γίνονται και η Υπεραγία Θεοτόκος και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, αν ικετευτικά τους επικαλούμαστε.
Αλλά και πόσες άλλες φορές η εύνοια η πατρική και η χάρη της Παναγίας μας και των Αγίων δεν είναι μαζί μας;
Αναλογιζόμενος τις τόσες ευεργεσίες που έζησα στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου από τον Πανοικτήρμονα Τριαδικό Θεό την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγίους της Εκκλησίας μας δεν είμαι σε θέση να τις απαριθμήσω και να τις ιεραρχήσω. Επιγραμματικά και ενδεικτικά θα αναφερθώ σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες η εμφανής μου αδυναμία να αντιμετωπίσω σοβαρότατους κινδύνους για τη ζωή μου αντικαταστάθηκε από μια αόρατη μυστηριώδη προστατευτική δύναμη.
Η Τιμωρία μου
Τα παιδικά μου χρόνια έζησα στο μοναστήρι, περιοχή πλησίον του ιστορικού μοναστηριού της Ρούστιανης, όπου οι γονείς μου δραστηριοποιούνταν στον πρωτογενή αγροκτηνοτροφικό τομέα , εξασφαλίζοντας τα βασικά αγαθά για ην επιβίωσή μας. Είχαμε ένα μεγάλο ορθογώνιο δίπατο κτηριακό συγκρότημα. Το κάτω μέρος το χρησιμοποιούσαν για σταβλισμό των ζώων (αιγοπροβάτων, αγελάδων, μουλαριών, γουρουνιών, πουλερικών) και το πάνω μέρος για κατοικία και για αποθήκευση ζωοτροφών (τριφυλλιού, αχύρου, φλουστρίων, καλαμποκιάς, κ.α) . Για να μπούμε στην κατοικία ανεβαίναμε μια εξωτερική ξύλινη σκάλα, σταματούσαμε στο μπαλκόνι χωρίς κάγκελα και μετά ανοίγαμε την πόρτα του σπιτιού μας.
Κάθε πρωί η μάνα μου φρόντιζε να έχει έτοιμο για μένα και την αδελφή μου Ελένη το πρωινό φαγητό. Έβραζε το γάλα και το έβαζε σε σουπιέρες. Εμείς τρίβαμε ψωμί μέσα στο γάλα και το τρώγαμε. Κάθε φορά στο πρωινό μου είχα τη συντροφιά μιας γάτας. Ερχόταν πλάι μου κουνούσε την ουρά της και τριβόταν πάνω μου. Μου ζητούσε και το δικό της πρωινό φαγητό. Τότε έβρεχα ένα κομμάτι ψωμί μέσα στο γάλα και το έδινα στη γάτα η οποία δεν έμεινε ευχαριστημένη αφήνοντας αφάγωτη τη μερίδα της, και άρχισε να με πλησιάζει και να τρίβεται πάνω μου. Τότε θύμωσα την έπιασα με τα χέρια μου, τη χάιδεψα λίγο και μετά την πήρα και την πέταξα από το μπαλκόνι. Άκουσα μόνο ένα λυπητερό νιαούρισμα . Ήλπιζα ότι έτσι θα μπορούσα να αποφύγω τα νιαουρίσματα της γάτας. Την άλλη μέρα το πρωί καθώς έτρωγα το τριμμένο με ψωμί γάλα ήρθε γαλιφάτη η γατούλα. Χωρίς να χάσω καιρό την πιάνω τη γάτα με τα χέρια μου και κατευθύνομαι προς το μπαλκόνι. Εκεί στην προσπάθειά μου να πετάξω τη γάτα κάτω, αυτή γαντζώθηκε με τα νύχια της στο στήθος μου και αντί να πετάξω τη γάτα απ’ το μπαλκόνι έπεσα εγώ από ύψος περισσότερο από 3 μέτρα επάνω σε σωρό από πέτρες παρασύροντας στην πτώση και τη γάτα. Εκείνη τη στιγμή η μητέρα μου κουμανταρούσε τα ζώα στο στάβλο. Ακούγοντας το γδούπο από την πτώση μου αλαφιασμένη βγαίνει έξω και όταν αντίκρισε εμένα επάνω στο σωρό με τις πέτρες γοερά ανέκραξε.
Παναγία μου!!!
Ήταν η τιμωρία μου για αλόγιστη ενέργεια και βάναυση συμπεριφορά μου σ’ ένα κατοικίδιο ζώο. Σηκώθηκα μ’ ελάχιστους μώλωπες στο πρόσωπό μου χωρίς να υποστώ σοβαρές βλάβες στα όργανα του σώματός μου. Όσο κα να θελήσω να εξορθολογήσω την ανεβλαβή πτώση μου βρίσκοντας πειστικά επιχειρήματα δε θα μου το επιτρέψει η συνείδησή μου. Ίσα-ίσα έχω ενισχυμένη την πεποίθηση ότι στη δύσκολη στιγμή του κινδύνου που διέτρεξα μια αόρατη δύναμη στάθηκε για μένα σκέπη και προστασία. Ήταν η Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας της Ρουστιανίτισσας.
Η μαρούδα.
Όντας μικρό παιδί ηλικίας 5-6 ετών πήγα με τους γονείς μου στο γάμο του Ευθυμίου Νικ. Αντωνίου, του Μάλιου, και της Ευφημίας Βασ. Σίψα που έγινε στο ναό της Παναγίας της Ρουστιανίτισσας, στο μοναστήρι. Όταν η νύφη έφτασε στο σπίτι του γαμβρού καβάλα στ’ άλογο ξεπέζεψε. Γαμήλιο έθιμο ήταν μετά το ξεπέζεμα της νύφης να βάζουν στο άλογο ένα αρσενικό παιδί για να φέρει στο κόσμο η ύπανδρη γυναίκα πολλά αρσενικά παιδιά. Εγώ χωρίς να ξέρω τίποτα βρέθηκα καβάλα στο άλογο της νύφης και ξεπέζεψα με μια μαρούδα σταυρωτά περασμένη από τον ώμο μου. Όλοι διασκέδαζαν στο γαμήλιο τραπέζι και εγώ χαιρόμουν τη μαρούδα. Για πολλές ημέρες δεν ήθελα να την αποχωρισθώ. Μάλιστα οι γονείς μου με προέτρεψαν να τη χρησιμοποιήσω όταν θα πήγαινα στο σχολείο και την άφησα .
Επειδή ήμουν ζωηρός και άτακτος και οι γονείς μου ήθελαν έναν τσοπάνη και για μένα ώστε να κάνουν απερίσπαστοι τις δουλειές τους σκέφτηκαν να με στείλουν στα γιδοπρόβατα μαζί με τον τσοπάνη που είχαμε τότε , την Παναγιώτα Ιωάννου Χριστοπούλου, την Παναϊού της Γιαννάκαινας.
Ένα πρωινό η μάνα μου με ξύπνησε , ετοίμασε το φαγητό της ημέρας, ένα αυγό βραστό και λίγο τυρί και ψωμί, τα έβαλε στην μαρούδα και μου είπε να πάω μαζί με την Παναϊού στα πράματα. Και μόνο που είχα εγώ τη μαρούδα ήταν αρκετό για να ακολουθήσω αδιαμαρτύρητα τον τσοπάνη.
Σκαρίσαμε τα γιδοπρόβατα, περάσαμε τα Σιψέϊκα και φτάσαμε στο Καραουλάκι. Από κει μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι περάσαμε το χαντάκι της Βριζούλας και φτάσαμε στην αυχενική κόγχη της ανηφόρας προς τα Ρούδια και Αλαταρές. Εκεί σταματήσαμε λίγο. Θεώρησα καλό τότε να ξεκρεμάσω τη μαρούδα από τον ώμο μου και να την απλώσω στην κατηφόρα με το άνοιγμα προς τα κάτω για να τη καμαρώσω. Τότε είδα το βρασμένο αυγό να βγαίνει από τη μαρούδα και να κυλάει προς τα κάτω. Δεν έχασα καιρό, σηκώθηκα και έτρεξα να προλάβω το αυγό. Το κακό δεν άργησε, κατρακυλούσαμε το αυγό και εγώ σ’ ένα απόκρημνο βάραθρο βάθους πάνω από 100 μέτρα χωρίς σταματημό, ώσπου σταματήσαμε στην κοίτη του χαντακιού της Βριζούλας, λίγα μέτρα πιο πάνω από το μοναστηριώτικο αυλάκι. Το αυγό διαλύθηκε από το κατρακύλισμα και εγώ σηκώθηκα ανέπαφος και αναίμακτος και κατευθύνθηκα προς τη Ντελή χαρούμενος στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στιουγιάνναινας (Αμαλίας Ιωάννου Δερνίκα) που τόσο πολύ αγαπούσα. Με το κατρακύλισμα δεν διέτρεξε κίνδυνο η σωματική μου ακεραιότητα , αλλά και η ίδια μου η ζωή.
Δεν βγήκα αλώβητος από τη μεγάλη αυτή δοκιμασία με τις δήθεν ανύπαρκτες ακροβατικές μου ικανότητες. Πιστεύω ακράδαντα, υπερασπιστής της ζωής μου ήταν μια ανώτερη , αόρατη προστατευτική θεία δύναμη, ο φύλακας άγγελός μου και η Σκέπη της Παναγίας της Ρουστιανίτισσας
Τα σαρώματα
Μια καλοκαιριάτικη μέρα του 1956 πήρα το μουλάρι μας τον Μάρκο και πήγα στην Πουλιάνα για καυσόξυλα. Βρήκα κομμένα γκρίζα, κλώνους από μεγάλο έλατο, τα καθάρισα και ετοίμασα το φορτίο. Μετά το φόρτωσα και φώναξα στο Μάρκο για να ξεκινήσει. Το μουλάρι μας ο Μάρκος ήταν ένα μικρόσωμο, καστανόξανθο καπουλάτο δυνατό και υπομονετικό ζώο. Ήταν λίγο οκνό, αλλά όταν το φορτώνανε πήγαινε το φορτίο στον προορισμό του σαν να ήταν καταγεγραμμένο στον εγκέφαλό του. Ήσυχος εγώ ότι το μουλάρι θα πορεύεται ακίνδυνα άλλοτε κυνηγούσα πουλιά με την σφεντόνα και άλλοτε μάζευα βατόμουρα και τα έτρωγα. Έφτασα στην Κρυαβρύση, ήπια νερό και μετά στη Μικρή Σύρτα. Εκεί έφερναν κυλώντας τα ελάτινα κούτσουρα , όταν υλοτομήσανε την Πουλιάνα το 1945 και κυλούσανε προς το καβουρόρεμα. Αγνάντεψα την Ντελή και τη Λακοπούλα και συνέχισα το δρόμο μέσα από τα ελάτια ώσπου έφτασα στη Μεγάλη Σύρτα. Η Μεγάλη Σύρτα ήταν μια κατακόρυφη σχεδόν κυλινδρική κοιλότητα και κυλούσαν απ’ εκεί τα πάτερα και έφταναν ασταμάτητα στο Καβουρόρεμα κοντά στη δέση του μοναστηριώτικου αυλακιού. Στην κορυφή της Μεγάλης Σύρτας ήταν ξηρότοιχος που στήριζε το δρόμο που περνούσε ακριβώς πάνω από τη Μεγάλη Σύρτα. Όταν έφτασε εκεί θυμήθηκα την παραγγελιά της Ζαγκλαροχρύσως (Χρυσούλας Γ. Ζαγκλαρά) να της πάω σαρώματα, κορυφές από ελάτινα κλωνάρια για να αλείψει το αλώνι με σβουνιές (περιττώματα αγελάδας).
Αμέσως ανέβηκα τον όχθο που ήταν πάνω από τον ξηρότοιχο , έκοψα από ένα έλατο τα σαρώματα και αντί να προσπαθήσω να κατεβώ τον όχθο προσεκτικά ή να τον παρακάμψω, έκανα ένα απερίσκεπτο πήδημα από τον ψηλό όχθο προς το δρόμο που ήταν πάνω από τη Μεγάλη Σύρτα. Με τη φόρα τη μεγάλη δεν σταμάτησα στο δρόμο αλλά βρέθηκα κάτω από το δρόμο και συγκεκριμένα κάτω από το ξηρότοιχο που στήριζε το δρόμο και ήταν η αρχή της Μεγάλης Σύρτας. Τότε συνειδητοποίησα το μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχα. Ένοιωσα το αίμα μου να μαζεύεται στο κεφάλι μου και τις τρίχες να σηκώνονται. Ενστικτωδώς έχωσα τότε τα δάχτυλα από τα χέρια μου στο ξηρό χώμα της Μεγάλης Σύρτας και ευτυχώς λίγο πιο κάτω σταμάτησα. Μπουσουλώντας και με κομμένη την ανάσα έφτασα στο δρόμο. Σηκώθηκα όρθιος, τα πόδια μου έτρεμαν. Τα είχα χαμένα.
Άρχισα να βαδίζω στο δρόμο και σε λίγα μέτρα από κει αντικρίζω τα Εικόνισμα και τον ναό της Παναγίας της Ρουστιανίτισσας. Ένοιωσα μια μεγάλη ανακούφιση. Έκανα το σταυρό μου και ευχαρίστησα την Παναγία για την προστασία της.
Εάν συνεχιζόταν το κατρακύλισμα σ’ ένα βάραθρο βάθους 300 και πλέον μέτρων όχι μόνο θα έχανα τη ζωή μου αλλά και το σώμα μου θα διαμελιζόταν από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα. Αλήθεια πόσο προνομιούχος ήμουν στον κίνδυνο που διέτρεξα!. Τον κίνδυνο αυτό δεν τον ξεπέρασα με τις δικές μου δυνάμεις. Καταφυγή μου, σκέπη μου και προστασία μου ήταν είναι και θα είναι ο Κύριος των δυνάμεων και η Παναγία η Ρουστιανίτισσα
Αν θελήσω ακόμη να απαριθμήσω και άλλες περιπτώσεις κινδύνων από τους οποίους η βοήθεια του Υψίστου και η Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου με προφύλαξαν θα φανώ επιλήσμων. Αλλά και εκεί που νομίζουμε ότι είμεθα ασφαλείς απροσδόκητα μπορούν να μας απειλήσουν και να μας τρομάξουν.
Όσες φορές αναλογίζομαι τους αλλεπάλληλους και επαπειλούμενους κινδύνους για την ζωή μου και τη σωματική μου ακεραιότητα, την διανοητική μου και ψυχική μου αδυναμία να κατανοήσω και να αισθανθώ ότι η κραταιά χειρ τού Υψίστου και η Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου με προεφύλασσαν και την αγνωμοσύνη που έδειξα στα θεία πρόσωπα κατά τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια με κάνουν να τρέμω ενώπιον του Παντογνώστου και Δικαίου Κριτού.
Αν εξακολουθώ να ζω , να υπάρχω και ν’ απολαμβάνω πλουσιοπάροχα τα αγαθά της θείας δημιουργίας οφείλεται στην φιλευσπλαχνία του Τριαδικού Θεού και στη χάρη της Παναγίας μας.
Παρακαλώ σε Κύριε και Θεέ μου και Παναγία μου Ρουστιανίτισσα να δεχθείτε τη μετάνοια και τις ευχαριστίες μου.