Μια συγκλονιστική μαρτυρία
Για τρεισήμισι αιώνες το Μοναστήρι της Ρούστιανης ήταν τόπος λατρείας του Παντοδύναμου Τριαδικού Θεού και προσκύνησης της Υπεραγίας Θετόκου Μαρίας. Με τις ιερές ακολουθίες ο τόπος αυτός είχε αγιασθεί και είχε γίνει σκήνωμα των ιερών Λειψάνων των Αγίων και κατοικητήριο του Θεού.
Το παράδοξο ήταν ότι το θερμουργό πάθος με το οποίο αναπέμπονταν από τον τόπο αυτό οι δοξολογίες, ευχαριστίες και δεήσεις προς τον Πάνσοφο Δημιουργό και Χορηγό κάθε αγαθού στα χρόνια της πικρής σκλαβιάς άρχισε να ψυχραίνεται στα χρόνια της απελευθέρωσης.
Το 1838 εγκαταλείπουν το Μοναστήρι της Παναγίας της Ρούστιανης οι εναπομείναντες μοναχοί Δαυίδ, Γερμανός και Ιωαννίκιος αφήνοντας πίσω τους ένα ερειπωμένο μοναστήρι με αξιόλογη ιστορία. Οι περίοικοι του Μοναστηριού Καναλιώτες και άλλοι ενδιαφέρθηκαν έμπρακτα για την ανοικοδόμηση του ναού για τις λατρευτικές τους ανάγκες.
Όμως η εύνοια και η χάρη του Θεού μας δια των πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου εκδηλώνονταν με θαυμαστούς τρόπους τόσο για τον τόπο αυτό του Αγιάσματος της δόξας του Θεού, το Μοναστήρι, όσο κα για το τύπωμα της Εικόνας της Παναγίας στο Βράχο. Πολλοί χωριανοί μας από τη διάλυση του Μοναστηριού μέχρι τις ημέρες αξιώθηκαν να δουν με τα κτιστά μάτια τους το άκτιστο φως να περιφέρεται τις νυχτερινές ώρες στο Τύπωμα της Παναγίας στο Βράχο και στο χώρο του Μοναστηριού, Όμως αυτά τα οράματα ήταν μηνύματα θεϊκά και δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, όχι μόνο απ΄ αυτούς που τα είδαν αλλά και απ’ αυτούς που τα άκουσαν. Υπάρχει ακόμη χρόνος να συνειδητοποιήσουμε την ευεργετική σημασία των οραμάτων αυτών και να εκπληρώσουμε το επιβαλλόμενο καθήκον το δικό μας και των πατέρων μας.
Από όλες τις μαρτυρίες για τα οράματα σχετικά με το φώς που έβλεπαν αρκετοί χωριανοί μας κατά τις νυχτερινές ώρες τόσο στο χώρο του Μοναστηριού όσο και στο τύπωμα της Παναγίας ξεχωρίζει η μαρτυρία της Ελένης Ιωάννου Καψιώτη συζύγου του Παναγιώτη Δημ. Δερνίκα η οποία παρατίθεται όπως ακριβώς η ίδια την διηγήθηκε:
«Ήταν περίπου αρχές της δεκαετίας του 1960. Είχαμε αγοράσει στην Ντελή το χωράφι των αδελφών Κων/νου Ζαγκλαρά και το σπείραμε καλαμπόκι. Τότε στη Ντελή καλλιεργούσαμε πολλά χωράφια και όταν ερχόταν η σειρά μας να ποτίσουμε τα χωράφια από το νερό των αυλακιών της Ντελής και της Λακοπούλας τα ποτίζαμε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ εγώ και ο άνδρας μου ο Παναγιώτης πήγαμε να ποτίσουμε το χωράφι το Ζαγκλαρέϊκο. Εκείνη τη χρονιά καλλιεργούσαμε κα το χωράφι του Παναγιώτη Γ. Κουτσοκώστα στο Μοναστήρι στη θέση Μελισσομάνδρια. Αποβραδίς αφήσαμε ένα μέρος του νερού από το αυλάκι της Ντελής να τρέξει προς το μοναστηριάτικο αυλάκι για να ποτίσουμε και το χωράφι στο μοναστήρι του Π. Κουτσοκώστα. Όταν το νερό που αφήσαμε από το αυλάκι της Ντελής έφτασε στο Μοναστήρι ο άνδρας μου πήγε και το κλειδόκοψε στο χωράφι για να ποτιστεί όλη τη νύχτα και μετά ήρθε στο Ζαγκλαρέϊκο στην Ντελή που ήμουν εγώ.
Πριν έλθουν τα μεσάνυχτα από την Ντελή που ποτίζαμε με τον άνδρα μου διακρίναμε ένα φως να μετακινείται από το χωράφι του Παναγιώτη Κουτσοκώστα που καλλιεργούσαμε στα Μελισσομάνδρια προς το μοναστηριότικο αυλάκι που περνάει κάτω από τα χωράφια του Ραφτομήτρου (Δημητρίου Γ. Δερνίκα).
Τότε υποθέσαμε ότι κάποιος συγχωριανός μας με το φανάρι μέσα στη νύχτα προσπαθούσε να κόψει το νερό από μας για να ποτίσει αυτός. Αμέσως ο άνδρας μου σηκώθηκε να πάει να δει ποιος είναι αυτός που κόβει το νερό και να τον εμποδίσει. Εγώ φοβήθηκα μήπως ο άνδρας μου συγκρουστεί μ’ αυτόν που έκοψε το νερό και τον παρακάλεσα να είναι συγκρατημένος. Όταν πλησίασε ο άνδρας μου στο Μοναστήρι το φως που βλέπαμε εκεί εξαφανίστηκε. Πήγε ο άνδρας μου στο χωράφι του Π. Κουτσοκώστα και διαπίστωσε ότι το νερό δεν το είχε πειράξει κανένας. Έτσι γύρισε πίσω και καθώς ήταν κουρασμένος γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Εγώ πότιζα όλη τη νύχτα.
Για μια στιγμή στρέφοντας το βλέμμα μου προς το Μοναστήρι είδα και πάλι το ίδιο φως να κινείται αργά και σταθερά από τα Μελισσομάνδρια προς το μοναστηριότικο αυλάκι. Άφησα το πότισμα και κάρφωσα το βλέμμα μου για αρκετό χρόνο στην πορεία που έκανε το φως μέσα στη νύχτα, στο χώρο του Μοναστηριού. Δεν ένοιωσα φόβο αλλά μια γλυκιά ηρεμία είχα μέσα μου. Όμως το όραμα αυτό δεν κράτησε για πολύ. Είδα το φως ν’ αλλάζει πορεία, από τα Μελισσομάνδρια κατευθύνεται προς το εικόνισμα (Εικονοστάσι της Παναγίας) και από το Εικόνισμα προς το καμπαναριό. Εκεί ακριβώς που ήταν τα σκαλοπάτια το φως αλλάζει μορφή, παίρνει μορφή ανθρώπου με τεντωμένα στα πλάγια χέρια και εξαιρετική χρυσαφένια λάμψη, κατευθύνεται προς το ναό και μετά χάνεται. Από τότε δεν το ξαναείδα πια. Τα χρόνια πέρασαν η μνήμη μ’ εγκαταλείπει αλλά αυτό το όραμα, αυτό το φως είναι βαθειά χαραγμένα στο νου μου και στη ψυχή μου, θα τα θυμάμαι για πάντα.»
Η χάρη της Παναγίας μας ας είναι πάντα μαζί μας!
Ελένη χήρα Παναγιώτη Δερνίκα