Τα δύσκολα χρόνια 1835-1838
Όταν έγινε πλέον γνωστό ότι και το μοναστήρι της Ρούστιανης διαλύεται, οι περίοικοι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τα μοναστηριακά κτήματα. Εξάλλου οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν κολίγοι και τσοπάνηδες του μοναστηριού προεπαναστατικά και γνώριζαν πολύ καλά την ευφορία των καλλιεργησίμων εκτάσεων.
Όμως εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι εκτός από το λόφο όπου ήταν κτισμένος ο ναός και ίσως μερικά κτήρια δεν άφησαν ούτε μια σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης για το μοναστήρι. Τόσο γρήγορα ξέχασαν τις ευεργεσίες του μοναστηριού στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς; Αλήθεια όλα τα αγαθά που αποκτούσε το μοναστήρι με τις πολλές δραστηριότητές του δεν τα απολάμβαναν και οι περίοικοι; Όντας ελεύθεροι και προδικάζοντες το μέλλον του μοναστηριού υπερτόνιζαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας το οποίο η πολιτεία το ικανοποίησε.
Αν λάβουμε υπόψη μας τα κτητικά τοπωνύμια που μέχρι σήμερα διατηρούνται γύρω από το λόφο του μοναστηριού και είναι τα Τσακουκέϊκα, Στέϊκα, Κουτσοκωστέϊκα, Σιψέϊκα, Κουκέϊκα, Μπουρέϊκα, μπορούμε να εικάσουμε ότι οι πρώτοι ιδιοκτήτες της μοναστηριακής γης γύρω από το μοναστήρι ήσαν οι Τσακουκαίοι, Σιουταίοι(Σταίοι)-Δερνικαίοι, Κουτσοκωσταίοι, Σιψαίοι, Κουκαίοι, και Μπουραίοι. Οι νέοι ιδιοκτήτες αν και θα ήθελαν να έχουν καλές σχέσεις με τους εναπομείναντες μοναχούς η σκέψη και μόνο ότι η νεοαποκτηθείσα ιδιοκτησία τους είναι επισφαλής τους απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από το μοναστήρι. Η συμπεριφορά αυτή των νέων ιδιοκτητών πλήγωσε πολύ του μοναχούς οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι στην απορία και επέμειναν να παραμείνουν στο χώρο του μοναστηριού. Τα χρόνια που πέρασαν από το 1835 μέχρι το 1838 ήταν τα δυσκολότερα χρόνια για τους μοναχούς. Τόσες μεγάλες δυσκολίες δεν τις γνώρισαν ούτε κα στην Τουρκοκρατία. Τότε είχαν να αντιμετωπίσουν το βίαιο κατακτητή. Τώρα έχουν να παλέψουν με την απορία, την Πολιτεία και τον Επίσκοπό τους.
Όλοι είναι εναντίον των μοναχών , κανένα δεν έχουν σύμμαχο. Την απορία την ξεπερνούν , τους άλλους δυο αδυνατούν. Οι τρεις μοναχοί Δαυίδ – Γερμανός και Ιωαννίκιος επιμένουν να ζούν στο μοναστήρι. Με τα χρήματα που δανείστηκαν προσπάθησαν να ανοικοδομήσουν το ναό και τα κελιά τους. Τα χρήματα δεν ήσαν αρκετά για την αποπεράτωση των εργασιών και οι περίοικοι δεν πρόσφεραν βοήθεια. Έτσι οι μοναχοί με την προσωπική τους εργασία στέργιωσαν το ναό και τα κελιά τους. Όμως ο ορίζοντας γι’ αυτούς ήταν σκοτεινός. Απογοητευμένοι και πικραμένοι από τους ανθρώπους, το Δεσπότη τους και την Πολιτεία, με την πίστη τους στο Θεό και την ελπίδα ότι υπάρχει και γι’ αυτούς ένας χώρος για να μείνουν κάποιο πρωϊνό , στο τέλος του 1838, με το δισάκκι τους στον ώμο έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση.