Ένα στολίδι ήταν για τον τόπο μας…
03/03/2011 από gardikiomilaion
Τέως Δήμου Τυμφρηστού (Διαλελυμένον*)
του ΚΩΣΤΑ Δ. ΠΑΦΙΛΗ
Περ. «Στερεοελλαδική Εστία» έτος Γ’, Σεπτέμβρ.-Δεκέμβρ. 1962, τέυχ.17-18
Παμπάλαιο στολίδι ήταν για την περιφέρεια το Μοναστήρι της «Παναγίας Ρούστιανης» που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει. Κτίστηκε γύρω στο ΙΕ’ αιώνα, τότε που η Τουρκική σκλαβιά έκανε τους Έλληνες να διψούν για τη θρησκεία τους, για τα γράμματά τους, για τη διαιώνιση της φυλής τους.
Ήτο δύσκολο για τους Τούρκους να ξεμακραίνουν από τις βάσεις τους, που τις είχαν στις πόλεις, γι’ αυτό όλα τα Μοναστήρια τότε τα έφτιαχναν σε μέρη δύσβατα, αλλά που είχαν όμως την ευχέρεια της φυγής προς το βουνό, σε περίπτωση που οι Τούρκοι θα έκαναν τις επιδρομές τους. Οι Τούρκοι συχνά-πυκνά έκαναν επιθέσεις στα Μοναστήρια, γιατί τα τελευταία είχαν γίνει καταφύγια και ορμητήρια των αρματολών και κλεφτών (το αγκάθι για την Τουρκική αυτοκρατορία) και κρυφά σχολειά, που τα Ελληνόπουλα έτρεχαν με λαχτάρα για να μάθουν τα πρώτα Ελληνικά γράμματα και την ιστορία της πατρίδος των με τους ημίθεους προγόνους των.
Το μέρος που διάλεξαν για το Μοναστήρι της Ρούστιανης, ήταν ότι έπρεπε και συγκέντρωνε όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Είναι μια γλώσσα γης που ξεκόβει απ’ το βουνό της Πουλιάνας και προχωρεί προς το ποτάμι Ρουστιανίτη. Το τέλος δε της γλώσσας αυτής καταλήγει σε γκρεμό. Οι δυο πλαγιές της είναι αρκετά κατηφορικές και τα μονοπάτια που βγαίνουν στο μέρος του Μοναστηριού-ίδιες φιδωτές δαντέλλες-περνούν ανάμεσα από τα ευωδιασμένα κέδρα, γλαντίνια και βουνίσια θυμάρια.
Πριν φτάσει κανείς στο Μοναστήρι συναντά ένα εικονοστάσι, προσκυνητάρι όπως το λένε, που άλλοτε εκεί ήταν η βρύση του Μοναστηριού. Σήμερα δεν έχει νερό και γι’ αυτό την τοποθεσία αυτή τη λένε «Ξερόβρυση». Το μέρος αυτό δεν έχει δικό του νερό και γι’ αυτό οι καλόγεροι τότε είχαν αναγκαστεί να φέρουν νερό με χωματένια κιούγκια υπογείως από την ψηλή ράχη της Πουλιάνας, που απέχει περίπου δυο χιλιόμετρα σε ευθεία. Προχωρώντας βρίσκομε ένα κοίλωμα του εδάφους, που ανάμεσα του περνά το μονοπάτι.
Στο κοίλωμα αυτό, όταν γίνεται το πανηγύρι κάθε 8 Σεπτεμβρίου, και από τις δυο πλευρές του μονοπατιού ψήνονται οι σούβλες με τα αρνιά, κοκορέτσι και σπληνάντερο.
Το πανηγύρι δε που γίνεται, είναι το μεγαλύτερο της περιφέρειας γιατί μαζεύεται κόσμος απ’ όλα τα γύρω χωριά. Μετά το κοίλωμα συναντούμε τρία έως τέσσερα σκαλοπάτια που βγαίνουν στο χοροστάσι της Εκκλησίας, πίσω δε από την Εκκλησία είναι πάλι ένα μικρό πλάτωμα που εκεό θα πρέπει να ήσαν τα κελιά των καλόγηρων. Ακριβώς απέναντι βλέπουμε το χωριό Κανάλλια.
Η σημερινή Εκκλησία είναι κτισμένη στη θέση της παλιάς. Όταν οι Καναλλιώτες μεγάλωσαν το χοροστάσι, αλλού ισοπεδώνοντάς το, κι αλλού κάνοντας επιχωματώσεις, βρήκαν κοντά στην Εκκλησία ένα μεγάλο υπόγειο που μέσα είχε σκουριασμένα κλαδευτήρια, ψαλίδια και άλλα εργαλεία και αντικείμενα που τα περισσότερα ήταν απανθρακωμένα(1). Οι Καναλλιώτες που δούλευαν, μη γνωρίζοντας ότι το υπόγειο που βρέθηκε με την ανασκαφή ήταν κάτι το ιστορικόν που έπρεπε να το διατηρήσουν, έριξαν χώματα και πέτρες και το έκλεισαν. Είναι άγνωστος ο λόγος της κατασκευής τόσο μεγάλου υπογείου. Ίσως να ήτο κρυψώνα, κρυφό σχολειό ή και αποθήκη τροφίμων, για την περίπτωση αποκλεισμού του Μονατηριού.
Είναι γεγονός ότι το Μοναστήρι αυτό ήτο το μεγαλύτερο της περιοχής, είχε περίπου 60 καλογήρους και μερικές καλόγριες.
Από την έκταση των κτημάτων του μπορεί κανείς να υπολογίσει εύκολα την τεράστια κτηματική περιουσία που είχε. Έπιανε από την Πουλιάνα-Καρνοχώρι (περιφέρειας Πουγκακίων) και έφθανε στον Αϊγιάννη της Λευκάδας.
Το Μοναστήρι είχε και δυο μετόχια, το ένα ήταν της «Ζωοδόχου Πηγής», στη θέση «Αγία Ιερουσαλήμ» Πιτσίου(2).
Τα κελιά των καλόγηρων της Ζωοδόχου Πηγής ήταν κοντά στην εκκλησία προς Νότον στο χωράφι του Κώτσιου Σ. Μπούρα όπου ερείπια αυτών σώζονται ακόμη και σήμερα. Όπως μου έλεγε ο ίδιος όταν πρωτοκαλλιέργησε το χωράφι του στις αρχές του 20ου αιώνα, βρήκε πέτρινα αλώνια έξω από τα ερείπια των κελιών και σκαλοπάτια που κατέβαιναν στα υπόγεια αυτών, που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους.
Λίγο πιο πάνω από κελιά στο δυτικό μέρος εκεί που είναι σήμερα το χωριό Πίτσι και κάτω από το σπίτι του Μήτσιου Κ. Τσάκα οι καλόγηροι είχαν μια μεγάλη στρούγκα η οποία ήταν όλη φκιασμένη από λιθάρια γι’ αυτό και την λέγανε «λιθαρόστρουγκα» και κατά την παράδοσιν του μακαρίτη γερό-Σωτήρη Πιτσογιάννη ο οποίος είχε γεννηθεί γύρω στα 1815 και ο οποίος τν είχε προφτάσει, οι καλόγηροι βάζανε μέσα περίπου 800 πρόβατα.
Το Μετόχι της Ζωοδόχου Πηγής είχε 30 καλόγηρους οι οποίοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία κα λίγοι με την γεωργία.
Το άλλο Μετόχι της «Παναγίας Ρούστιανης» ήτο στον Αϊγιάννη της Λευκάδας και είχε κι αυτό 25 περίπου Καλογήρους. Το μετόχι αυτό το χρησιμοποιούσαν και για ξεχειμαδιό(3).
Η κτηματική περιουσία όμως που είχαν ήτο άγονη για καλλιέργεια, γι’ αυτό είχαν στρέψει την προσοχή τους στην κτηνοτροφία, που τους απέφερε πολλά από το τυρί και τα βούτυρα που έκαναν.
Εξ’ αιτίας λοιπόν της ευημερίας του Μοναστηριού, κυρίως όμως λόγω της θέσεως που ήταν κτισμένο, πολλοί από τους μεγάλους αρματωλούς, όπως ο Κατσαντώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Κοντογιανναίοι(4) και ο Τσαμ Καλόγερος ελημέριαζαν εκεί με τα’ ασκέρια τους και το χρησιμοποιούσαν για ορμητήριο τους.
Κάποτε το έμαθαν οι Τούρκοι πως κρύβονται αρματωλοί και εφοδιάζονταν με τρόφιμα, άρχισαν τις επιδρομές τους και τις λεηλασίες τους. Αυτό δε άρχισαν να το κάνουν πάρα πολύ συχνά, ώσπου αφού ξεκλήρισαν τα γιδοπρόβατά του και κατέστρεψαν κάθε κινητή περιουσία του, έκαψαν πολλά από τα κτίρια του, και μετά την απελευθέρωση ακόμη το Μοναστήρι δεν κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του.
Οι καλόγηροί του άρχισαν να το εγκαταλείπουν και τ’ όμορφο Μοναστήρι άρχισε να ερημώνει. Οι τελευταίοι καλόγηροι που έμειναν, ο Ιωαννίκιος(5) και Δαβίδης, για να τα βγάλουν πέρα άρχισαν να χρεώνονται εις βάρος του Μοναστηριού βέβαια, μα και αυτό στάθηκε αδύνατο να ξανανιώσει το Μοναστήρι. Οι δυο καλόγεροι χρεώθηκαν από κάποιον Νικόλαο Γιαννακόπουλο, τετρακόσια πενήντα γρόσια, η δε χρεωστική απόδειξη που έδωσαν βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους(6). Την αντιγράφω ως έχει στο πρωτότυπο:
12025 465 409
“Την σήμερον φανερόνομεν και ομολογούμεν εμίς η πατέρες τις ρούστιανης Ιωαννίκιος και Δαβήδης ότι δια χρήσιν του μοναστηριού μας επίγαμεν και επερηκαλέσαμεν τον κυρνικολάκι γηανακόπουλου από χορήον γαρδήκι και μας εδάνησεν γρόσια 450 τετρακόσια πενίντα και να τρέχουν με το διάφορον τους δέκα στα δέκα όσον κιρόν σταθούνε και δια το βέβεον τις αλήθιας εδόσαμεν τιν ομολογήαν μας ης χήρας του κιρ νικολάκι ης ένδειξην και ασφάλιαν 1827 Ιουνηου-1
Ιωαννήκιος και Δαβήδης ηπόσχομαστε άνοθεν
(…) εν γιανάτα μοναστηρίου
Επίσης οι Καλόγηροι για τη συντήρηση του Μοναστηριού εχρεώθησαν την 26ην Αυγούστου 1828 άλλα 650 γρόσια από κάποιον Οθωμανόν ονόματι Μάλκο Βουτσινά που για να επιστραφούν τα τελευταία μετά την διάλυσι του Μοναστηριού, χρειάστηκε να διατάξη ο Βασιλιάς Όθων με το παρακάτω έγγραφό του το Εκκλησιαστικό Ταμείο.
ΟΘΩΝ
Επί της υπ’ αριθ. 8972 . 15134.
Εκθέσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών κ.λ.π. Γραμματείας.
ΔΙΑΤΑΤΤΟΜΕΝ
Να πληρωθώσιν από το Εκκλησιαστικόν Ταμείον δραχμαί (400) τετρακόσιαι
προς απόσβεσιν των εκ γροσίων Τουρκικών 650 δανεισθέντων
εις την εν Φθιώτιδι διαλελυμένην Μονήν Παναγίας Ρούστιανης
τη 26ην Αυγούστου 1828 δια χρεωστικής ομολογίας
επ’ ονόματι του Μάλκου Βουτσινά ήτις και επιστρέφεται.
Εν Αθήναις τη (….) 1842
Το Μοναστήρι παρ’ όλα τα χρέη που έβαλε δεν κατόρθωσε να ζήση κι’ έτσι αρχάς του 1835 διαλύθηκε. Το ότι διαλύθηκε το 1835 φαίνεται από την από 3-10-1845 αναφοράν του τότε Βουλευτού Φθιώτιδος Γιαννάκη Κ. Γαρδίκη προς τον επί των Εκκλησιαστικών και Παιδείας Υπουργόν που γράφει: «Διαλυθέντων κατά το 1835 των κατά τον Δήμον Ομιλαίων δύο Μοναστηρίων υπό το όνομα «Προφήτης Ηλίας» και «Ρούστιανης» παρεχωρήθη δι’ αδείας της Κυβερνήσεως …»(7). Στη θέσι του άλλοτε μεγάλου Μοναστηριού εστέκοντο ολίγα χαλάσματα που κι αυτά με το πέρασμα του καιρού έπεσαν τελείως.
Πολύ λίγα πράγματα έχουν βρεθεί από το παλιό Μοναστήρι, διότι κατεστράφησαν από τους Τούρκους. Το υπόγειο που γράφω πιο πάνω, λίγα χωματένια κιούγκια που μεταφέρετο το νερό και που τα βρήκαν οι Κοτσοκωσταίοι και οι Σιψαίοι στα χωράφια τους όταν τα καλλιεργούσαν. Επίσης στο Μοναστήρι της Αγάθωνος υπάρχει λειψανοθήκη αργυρά η οποία περιέχει «Λύθρον» (αίμα αναμεμιγμένον με χώμα) αγνώστου μάρτυρος καθώς επίσης και τεμάχιον λειψάνων αγνώστου Αγίου. Εις το κάτω μέρος της λειψανοθήκης υπάρχει εξής επιγραφή χαραγμένη(8).
1817
+ ΕΚ ΨΥΧΗΣ ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΆΤΟΥ ΚΥΡ ΔΙΟΝΥΣΊΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΊΑΣ ΘΕΟΤΌΚΟΥ ΡΟΎΣΤΙΑΝΗΣΚΑΙ ΔΙΆ ΧΗΡΟΣ ΙΩΆΝΝΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΌΣΤΟΥ ΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΈΤΖΟΥ ΕΚ ΚΟΜΗΣ ΚΑΨΗΣ
Την καταστροφήν του Μοναστηριού απ’ τους Τούρκους την μαρτυρεί το υπ’ αριθ. 1431/1668/24-5-1837 έγγραφον του Στρατιωτικού Διοικητού Φθιώτιδος Αδάμ Δούκα που γράφει: «…κατά το 1827 ότε οι Πατέρες της Μονής Ρούστιανης εδανείσθησαν τα γρόσια 450 παρά του κ. Νικολάου Γιαννακοπούλου, κατοίκου της Πρωτευούσης του Δήμου Ομιλαίων δεν είχον Μοναστηριακή σφραγίδα ως απολεσθείσαν ομού με τα λοιπά κινητά και κτήματα της Μονής καταστραφέντα παρά των Οθωμανών (9)».
Τα δάση, τα χωράφια και όλη η περιοχή του Κράτους κατά την διάλυσιν του Μοναστηριού τα έδωσε με παραχωρητήριο στους κατοίκους των γύρω κοντινών χωριών, Κανάλλια, Πίτσι και Λευκάδα.
Υπάρχει και παράδοση για το πώς βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, η εξής: Προς Β. του Μοναστηριού είναι η τοποθεσία «Λακοπούλα» και πιο κάτω ένας βράχος απόκρημνος που τον λένε Πέτακα. Σ’ ένα σημείο του βράχου αυτού, οι τσοπάνηδες κάθε βράδυ έβλεπαν μια φωτιά να καίει συνέχεια, χωρίς κανείς από αυτούς να την έχει ανάψει, γιατί το μέρος είναι τελείως απόκρημνο και είναι αδύνατον να σταθεί άνθρωπος. Αυτό τους κίνησε την περιέργεια και κάποια μέρα, με κίνδυνο της ζωής του ένας τσοπάνος κατόρθωσε ν’ ανέβει μέχρις εκεί που έβλεπαν την φωτιά.
Μέσα σ’ ένα κούφωμα του βράχου είδε με έκπληξη την εικόνα της Παναγίας που κρατούσε το Χριστό, βρέφος στην αγκαλιά της.
Έκαμε το σταυρό του, την πήρε στην αγκαλιά του και λες και ήταν θαύμα – κατέβηκε με αφάνταστη ευκολία κάτω στη βάση του γκρεμού.
Όλοι μαζί τότε οι τσοπάνηδες την πήραν και την ανέβασαν στα ψηλά βοσκοτόπια τους. Το βράδυ όμως ο τσοπάνος που βρήκε την εικόνα είδε στον ύπνο του την Παναγία που του είπε πως πρέπει να κτίσουν μια εκκλησία κοντά στο μέρος που την βρήκαν. Κι έτσι οι τσοπάνηδες την ξανακατέβασαν στο μέρος που του βρήκαν στην κορυφή του Πέτακα στη θέση Λακοπούλακαι εκεί που είναι το αλώνι του Κούκιου στην άκρη κτίσανε ένα εκκλησάκι κι έβαλαν την εικόνα της Παναγίας που και σήμερα ακόμη το μέρος αυτό λέγεται «Παλιοκκλήσι».
Αργότερα επειδή δεν υπήρχε χώρος για να κτίσουν το Μοναστήρι, πήγαν στο απέναντι μέρος και χτίσανε το μεγάλο Μοναστήρι της Ρούστιανης.
Αυτό ήταν το Μοναστήρι της Παναγίας Ρούστιανης που στη θέση του σήμερα στέκεται ένα μικρό εξωκκλήσι.
*Κωνστ. Αθ. Διαμαντή, «Πηγαί δια τα μοναστήρια της Ρούμελης, περιοδικόν «Στερεοελλαδική Εστία», τόμος Α’ 1960, σελίς 219.
(1) Η ανασκαφή και η ισοπέδωση του χοροστασίου έγινε το έτος 1942.
(2) Τα ερείπια της εκκλησίας «Ζωοδόχου Πηγής» Πιτσίου σώζονται και σήμερα.
(3) Τα ερείπια των κελλιών του μετοχίου Αγίου Ιωάννου βρεθήκανε στο χωράφι του Γεωργίου Σπύρου Αντωνίου.
(4) Β.Δ. του Μοναστηριού ήτο το δασόκτημα των Κοντογιανναίων το οποίο πωλήθηκε την 10-8-1924 από τους κληρονόμους των εις τους κατοίκους των χωριών Καναλλίων και Πιτσίου.
(5) Ο Ιωαννίκιος καταγόνταν από την Κλεπά Ναυπακτιας.
(6) Γενικά Αρχεία Κράτους, Μοναστ. Φ 88
(7) Γ. Αρχ. Κράτους, Μοναστηριακά Φακ. 88
(8) την επιγραφή αντέγραψε και μου έστειλε ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος, Ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος τον οποίον ευχαριστώ και από εδώ.
(9) Γ. Αρχεία Κράτους Μοναστ. Φακ. 88
Οι φωτογραφίες είναι από το blog ΚΑΝΑΛΙΑ ΛΑΜΙΑΣ του Κώστα Κωστούλα (http://kanalialamias.blogspot.com/)