Γράφει ο Γιάννης Κ. Κουτσοκώστας
Τα Μοναστήρια του Προφήτη Ηλία και της Παναγίας της Ρούστιανης ήσαν αδελφά, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, κυρίαρχα, ανδρικά κοινόβια μοναστήρια με κοινή πορεία και παράλληλες ποικίλες δραστηριότητες. Ιδρύθηκαν κα τα δυο στην περίοδο της Τουρκοκρατίας όπου πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, παρήκμασαν με την έναρξη της επανάστασης του 1821 και διαλύθηκαν μετά την απελευθέρωση.
Ποτέ το Μοναστήρι της Ρούστιανης δεν υπήρξε Μετόχι του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία όπως ισχυρίζονται μερικοί στηριζόμενοι στην παράδοση.
Ο μακαριστός Παπαβασίλης (Βασίλειος Στ. Αντωνίου) στην ανέκδοτη σύντομη ιστορία του Μοναστηριού της Ρούστιανης αναφέρει ότι το Μοναστήρι της Ρούστιανης υπήρξε χωρίς καμμία αμφισβήτηση Μοναστήρι ΚΥΡΙΑΡΧΟ ως έχον κατά κυριότητα απόλυτον έδαφος και ακίνητον περιουσίαν με ιδική του ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΣΦΡΑΓΙΔΑ, δεν υπήρξε Μετόχι άλλου Μοναστηριού ούτε κατά παράδοση ούτε κατά φαντασία.
Το γεγονός ότι το Μοναστήρι της Ρούστιανης δεν ήταν Μετόχι του Προφήτη Ηλία επιβεβαιώνεται και από τις παρακάτω πηγές πληροφοριών:
A. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχει ο με αριθ. 88 φάκελος κατηγορίας ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ όπου περιέχονται 15 έγγραφα με θέματα του Μοναστηριού της Ρούστιανης ή Ρουσθένης κατά τα έτη 1835-1844. Τα έγγραφα αυτά αναφέρονται στην απόσβεση των χρεών-δανείων του Μοναστηριού τα οποία εδόθησαν στους δανειστές έπειτα από μακροχρόνια διαδικασία γραφειοκρατίας από το Ελληνικό Κράτος. Στα ανωτέρω έγγραφα γίνεται λόγος για τη διαλυθείσα Μονή της Ρούστιανης και όχι για Μετόχι του Μοναστηριού. Επίσης φαίνεται καθαρά ότι η συνομολόγηση δανείου έγινε από τους μοναχούς της Μονής Ρούστιανης για μοναστηριακές υποθέσεις και όχι για τις ανάγκες που είχε κάποιο Μετόχι. Ενδεικτικά αναδημοσιεύομε το κατά σειρά 14ο έγγραφο του ανωτέρω φακέλου που έχει ως εξής:
Όθων
Επι τη υπ’ αριθ.8927, 15134 εκθέσει της Ημετέρας επι των Εκκλησιαστικών κ.λ.π Γραμματείαν, διατάττομεν να πληρωθώσιν από του Εκκλησιαστικού Ταμείου δραχ. 400 (τετρακόσιαι) προς απόσβεσιν της εκ γροσίων Τουρκικών 650, δανεισθέντων εις την εν Φθιώτιδι διαλελυμένην μονήν Παναγίαν Ρούστιανης τη 26 Αυγούστου 1828 δια χρεωστικό ορολογίας επ’ ονόματι του Μάλκου Βουστινά, ήτις και επιστρέφεται.
Εν Αθήναις τη 1844
Β. Στο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Θεοφ. Ν. Σιμόπουλου με τίτλο «ΔΥΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ» της Ι.Μ.Φθιώτιδας περιέχονται όλα τα έγγραφα του Μητροπολίτη Φθιώτιδας κ. Ιακώβου κατά τα έτη 1834-1835 που απευθύνονται προς το Μοναστήρι της Ρούστιανης. Σ’ όλα αυτά τα έγγραφα διατυπώνεται εύγλωττα και κατηγορηματικά ότι το Μοναστήρι της Ρούστιανης ήταν κυρίαρχο Μοναστήρι και όχι Μετόχι άλλου Μοναστηριού. Ενδεικτικά παρατίθενται κατωτέρω δυο έγγραφα.
1. Με το υπ’ αριθ. 1231/2-5-1835 έγγραφο η Ι.Μ. Φθιώτιδας διατάσσει τον Ιερομόναχο Δαυίδ, τον όντα εν τη μονή Ρήτσανης να μεταβεί με τα Άγια λείψανα στο χωριό Κλωνί προς θεραπεία της οργής από ακρίδα.
2. Με το 1330/21-6-1835 έγγραφο η Ι.Μ. Φθιώτιδας αποστέλλει προς το ενταύθα Επαρχείο κατάλογο των διαλυθέντων εν τη Επαρχία ταύτη Ιερών Μονών και παραδοθέντων προς την Εισκοπήν Φθιώτιδος Αγίων λειψάνων . Στο ανωτέρω έγγραφο γίνεται λόγος για το διαλυθέν Μοναστήρι της Ρούστιανης και για τα δυο αργυρά κιβώτια με λείψανα των Αγίων που παρέδωσαν οι μοναχοί στον Επίσκοπο Φθιώτιδας.
Γ. Συστατικό στοιχείο της κυριαρχίας ενός μοναστηριού είναι η σφραγίδα. Το Μοναστήρι της Ρούστιανης είχε δική του σφραγίδα. Τούτο επιβεβαιώνεται με τα παρακάτω έγγραφα της Ι.Μ Φθιώτιδας
1.Με το υπ’ αριθ. 1273/27-5-1835 έγγραφο η Ι.Μ. Φθιώτιδας προς τον Έπαρχο Φθιώτιδας τον ενημερώνει για τις μοναστηριακές σφραγίδες γράφοντας ότι τη σφραγίδα του Μοναστηριού της Ρούστιανης την παρέλαβε ο Επίσκοπος Παραμυθίας κ. Προκόπιος, τοποτηρητής όντας των Ν. Πατρών (Υπάτης).
2.Με το υπ’ αριθ. 1292/29-5-1835 έγγραφο η Ι.Μ. Φθιώτιδας προς την Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου ομιλεί περί απωλείας των σφραγίδων των Ιερών μονών Φθιώτιδας πλην των μονών Προφήτου Ηλιού και Ρούστιανης τας οποίας αποστέλλει ο Μητροπολίτης Ιάκωβος στο Έπαρχο Φθιώτιδας
Δ. Ο βουλευτής Φθιώτιδας Γιαννάκης Γαρδίκης ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος του Δήμου Ομιλαίων με έγγραφό του στις 3-10-1845 προς το επι των Εκκλησιαστικών και Παιδείας Υπουργείο αναφέρει τα εξής: «Διαλυθέντων κατά το έτος 1835 των παρά του Δήμου Ομιλαίων δυο Μοναστηρίων υπό το όνομα Προφήτης Ηλίας και Ρούστιανης …» Επιβεβαιώνεται και από επίσημο πολιτικό πρόσωπο η ύπαρξη και η διάλυση δυο ξεχωριστών Μοναστηριών, του Προφήτη Ηλία και της Ρούστιανης.
Ε. Στη μαρτυρική του κατάθεση ο Ιερομόναχος Ιωαννίκιος το 1837 κατ’ αίτηση του Αθανασίου Χατζόπουλου από τη Λευκάδα αναφέρει και τα εξής: «…Τούτο ειδώς ακριβέστατα ως μονάσας ποτέ εις το ειρημένον Μοναστήριον (Προφήτη Ηλία) και ως διατρίβων ήδη εις έτερον Μοναστήριον της Ρούστιανης γειτνιάζον αυτό….». Φαίνεται ξεκάθαρα από την ανωτέρω ομολογία του Ιερομονάχου Ιωαννικίου που διετέλεσε μοναχός και στα δυο μοναστήρια ότι ήταν δυο ξεχωριστά Μοναστήρια του Προφήτη Ηλία και της Ρούστιανης.
ΣΤ. Όταν η Β. Γραμματεία επι των Εκκλησιαστικών θεμάτων πήρε την απόφαση το 1833 για τη διάλυση των μοναστηριών της επικράτειας που δεν είχαν τον προβλεπόμενο αριθμό μοναχών (τουλάχιστο 6) το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία είχε πέντε μοναχούς: Τον Δαμιανό, τον Δαμασκηνό, τον Νικηφόρο, τον Ιωαννίκιο και τον Γεράσιμο, ενώ το Μοναστήρι της Ρούστιανης δυο, τον Δαυίδ και τον Γερμανό. Εάν το Μοναστήρι της Ρούστιανης ήταν Μετόχι του Προφήτη Ηλία οι μοναχοί Δαυίδ και Γερμανός θα συναριθμούνταν στους μοναχούς του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία και έτσι θα υπερέβαινε τον απαιτούμενο αριθμό μοναχών με αποτέλεσμα να μην υπάρχει προφανής λόγος διάλυσης του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία.
Ζ. Η κατωτέρω Βυζαντινή επιγραφή επάνω στο αργυρό κιβώτιο με Ιερά λείψανα Αγίων που βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή του Αγάθωνα και φέρει ημερομηνία κατασκευής της λειψανοθήκης 1817 επιβεβαιώνει την ύπαρξη ξεχωριστής Ιεράς Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ρούστιανης.
ΕΚ ΨΥΧΗΣ ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ
ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΕ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΡΟΥΣΤΙΑΝΗΣ
ΚΕ ΔΙΑ ΧΗΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
ΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΤΣΟΥ ΕΚ ΚΟΜΗΣ ΚΑΨΗ.
Η. Εκκλησιαστικά επιβεβαιώνεται οτι το Μοναστήρι της Παναγίας της Ρούστιανης ήταν ξεχωριστό μοναστήρι και οχι μετόχι του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία απο τον πίνακα διαλυμένων Ιερών Μονών που συνέταξε η Ιερά Μητρόπολις Φθιώτιδας. Στον εν λόγω πίνακα το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία είναι καταγεγραμμένο με αύξοντα αριθμό 8 και το Μοναστήρι της Ρούστιανης με αύξοντα αριθμό 10.
Θ. Η περιοχή γύρω από το Μοναστήρι της Ρούστιανης είναι γνωστή με το προσδιοριστικό τοπωνύμιο Μοναστήρι λόγω της ύπαρξης του Μοναστηριού. Εάν ήταν Μετόχι θα είχε και την ανάλογη τοπωνυμία, δηλ. Μετόχι.
ΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΣΤΙΑΝΗΣ
Στην Εκκλησιαστική ορολογία το όνομα Μετόχι αναφέρεται σε αγρόκτημα που ανήκει σε κάποιο μοναστήρι. Μέσα σ’ αυτό βρίσκεται κάποιο παρεκκλήσιο και κατοικία όπου διαμένουν οι μοναχοί που καλλιεργούν ή επιβλέπουν τις καλλιέργειες στο αγρόκτημα. Το Μετόχι αποτελεί παράρτημα του Μοναστηριού που ανήκει έστω κι αν διαμένουν σ’ αυτό αρκετοί μοναχοί και δεν έχει νομική υπόσταση.
Το Μοναστήρι της Ρούστιανης είχε δυο Μετόχια. Το ένα ήταν της Ζωοδόχου Πηγής στη θέση Αγία Ιερουσαλήμ, στο Πίτσι και το άλλο στον Αϊγιάννη στη Λευκάδα. Τόσο ο Παπαβασίλης στη σύντομη ανέκδοτη ιστορία του Μοιναστηριού, όσο και ο συγχωριανός μας Κ.Δ. Παφίλης σε δημοσίευμά του στο περιοδικό «Στερεοελλαδική Εστία» , Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1962, με τίτλο «Ένα στολίδι ήταν για τον τόπο μας…» συνομολογούν τα δυο ανωτέρω Μετόχια του Μοναστηριού της Ρούστιανης.
Ακόμη ο Κ. Δ. Παφίλης αναφέρει ότι το Μοναστήρι της Ρούστιανης είχε μεγάλη έκταση, έπιανε από την Πουλιάνα-Καρνοχώρι (περιφέρεια Πουγκακίων) και έφτανε στον Αϊγιάννη Λευκάδας. Είχε αρκετά κτήματα για καλλιέργεια και χιλιάδες αιγοπροβάτων. Και τα δυο Μετόχια βρίσκονταν στη δυτική πλευρά της όχθης του ποταμού Ρουστιανίτη.
Αναφέρει επίσης ο Κ. Δ. Παφίλης ότι το Μοναστήρι της Ρούστιανης είχε 60 καλογήρους, το Μετόχι της Ζωοδόχου Πηγής 30 και το Μετόχι του Αϊγιάννη στη Λευκάδα 25 μοναχούς. Ίσως ο αριθμός των μοναχών στο Μοναστήρι και τα Μετόχια φαίνεται υπερβολικός. Αν λάβουμε όμως υπόψη τις εκχερσώσεις και τις περισσότερες καλλιέργειες που γίνονταν με τα χέρια και με ελάχιστα γεωργικά εργαλεία καθώς και τις άλλες ποικίλες δραστηριότητες στον πρωτογενή τομές (γεωργία- κτηνοτροφία) οι μοναχοί δεν ήσαν αρκετοί γι’ αυτές τις εργασίες. Επόμενο ήταν τις ανάγκες του Μοναστηριού σε εργατικά χέρια να τις καλύψουν οι ακτήμονες περίοικοι του Μοναστηριού προσφέροντας υπηρεσία ως κολίγοι και τσοπάνηδες. Έτσι πέτυχαν στα δύσκολα εκείνα χρόνια να επιβιώσουν και να γαλουχηθούν ελληνορθόδοξα από το Μοναστήρι αυτό.
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 το υπηρετικό προσωπικό του Μοναστηριού (καλόγηροι, τσοπάνηδες, κολίγοι) στρατολογήθηκε εκούσια ή ακούσια. Οι περισσότερες δραστηριότητες του Μοναστηριού σταμάτησαν και το Μοναστήρι με τα Μετόχια άρχισε να παρακμάζει.
Βοηθήματα:
Γιάννης Κουτσοκώστας