Αγαπητοί μου Χριστιανοί
Αξιωθήκαμε και φέτος με τη χάρη της Παναγίας μας να εορτάσουμε τη γέννησή Της. Τα λόγια του απολυτικίου μας λένε ότι η γέννηση της Θεοτόκου έφερε χαρά σ’ όλο τον κόσμο, διότι η γυναίκα αυτή στολισμένη με εξαιρετικές χάριτες από το Θεό και ευλογημένη όσο καμιά άλλη γυναίκα αξιώθηκε να βαστάξει τον βαστάζοντα τα πάντα, να γίνει η μητέρα του Θεού και Σωτήρα του κόσμου. Στην επίγεια ζωή της διακονούσε με ταπείνωση, αφάνεια, σιωπή και προσευχή το μεγαλύτερο μυστήριο της έλευσης του Χριστού στον κόσμο.
Μετά την κοίμησή της ο Θεός υπερύψωσε την Υπεραγία Θεοτόκο σε άφταστο μεγαλείο τιμής και δόξας. Έγινε η Υψηλοτέρα και Πλατυτέρα των ουρανών, η Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα των Σεραφείμ. Στον ουράνιο θρόνο είναι ο εκλεκτότερος εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους. Είναι η ωραιότης της Εκκλησίας μας, ο γλυκασμός και η χαρά των Αγγέλων, των Χριστιανών η ελπίς, των πολεμουμένων η βοήθεια, των πονεμένων η καταφυγή και των πάντων προστασία.
Εορτάζοντες σήμερα τη γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, της Παναγίας της Ρουστιανίτισσας σ’ αυτό τον ιερό και ιστορικό χώρο του Μοναστηριού της Ρούστιανης έρχεται στη μνήμη μας και ο ουσιαστικός ρόλος που διαδραμάτισε αυτό το Μοναστήρι στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου με αρχές 16ου μ.Χ αιώνα, όταν ο Τούρκος κατακτητής ανάγκασε τους υπόδουλους Έλληνες να καταφύγουν στις ορεινές και απρόσιτες περιοχές προκειμένου να ελαφρύνουν το δυσβάστακτο ζυγό της δουλείας.
Τα Πουγκάκια και το παλαιό Πίτζιν ήταν οι πρώτοι οικισμοί που δημιουργήθηκαν, οι οποίοι σύντομα επεκτάθηκαν. Τότε εκδηλώθηκε και η εύνοια του Θεού προς τον δοκιμαζόμενο Ελληνισμό με την ίδρυση του Μοναστηριού στον πανοραμικό και πυραμιδοειδή αυτό λόφο.
Στα δύσκολα αυτά χρόνια το Μοναστήρι της Ρούστιανης με τις χιλιάδες αιγοπροβάτων και τα μετόχια της Αγίας Ιερουσαλήμ στο Πίτσι και του Αγίου Ιωάννου στη Λευκάδα συντηρούσε όχι μόνο τους καλόγηρους και το υπηρετικό προσωπικό (τσοπάνηδες και κολίγους) αλλά και τους περίοικους και τα Ελληνικά ένοπλα αντιστασιακά τμήματα (κλέφτες και αρματολούς).
Έγινε το Μοναστήρι αυτό η κιβωτός της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Κράτησε άσβεστη την πίστη προς το Θεό και της ελπίδα για τη λευτεριά. Έγινε θεματοφύλακας της Ελληνικής παράδοσης.
Είναι ανεκτίμητες οι υπηρεσίες που πρόσφερε το Μοναστήρι αυτό στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στη Ορθοδοξία και στον Ελληνισμό. Όμως το Μοναστήρι αυτό υπέστη δύο σοβαρά πλήγματα. Στις αρχές του έτους 1822 ο Δράμαλης προκειμένου να διασφαλίσει την εκστρατεία του προς την Πελοπόννησο διέταξε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σ’ όλη τη σημερινή Ν.Δ Φθιώτιδα, με αποτέλεσμα το Μοναστήρι της Ρούστιανης όπως και όλα τα άλλα μοναστήρια, να γνωρίσει τη καταστροφική μανία του κατακτητή. Πυρπολημένο και ερειπωμένο έμεινε το Μοναστήρι αυτό. Το φρόνημα όμως των εναπομεινάντων μοναχών ήταν ακλόνητο. Με επιμονή και μακρόχρονη προσπάθεια άρχισαν να ανοικοδομούν το Ναό και τι ς ταράτσες τους. Μάλιστα οι δυο μοναχοί Δαυίδ και Ιωαννίκιος συνάπτουν και δάνεια για τις Μοναστηριακές υποθέσεις με το Νικόλαο Γιαννακόπουλο, κάτοικο Γαρδικίου, ποσού 450 γροσίων και με τον Οθωμανό Μάλκο Βουστινά ποσό 650 γροσίων κατά τα έτη 1827 και 1828 αντίστοιχα.
Ενώ η ελπίδα για τη συνέχιση και ολοκλήρωση των επισκευαστικών εργασιών στο χώρο του Μοναστηριού ήταν βεβαία, ήρθε το δεύτερο και τελειωτικό πλήγμα από τον νόμο του Όθωνα του 1833. Σύμφωνα με το νόμο αυτό τα Μοναστήρια τα οποία δεν είχαν τον προβλεπόμενο αριθμό μοναχών (τουλάχιστον 6) έπαυσαν να υπάρχουν.
Οι εναπομείναντες μοναχοί Ιωαννίκιος, Δαυίδ και Γερμανός αρνούνται να υπακούσουν στην εντολή του Επισκόπου Φθιώτιδος να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι της Ρούστιανης και να εγκαταβιώσουν στο Μοναστήρι του Αγάθωνα.
Καταβάλλουν ύστατη αλλά απέλπιδα προσπάθεια για τη λειτουργία του Μοναστηριού. Η απορία δεν τους κάμπτει, η αδιαφορία των περιοίκων τους πληγώνει, τα όνειρα και οι ελπίδες αρχίζουν να σβήνουν και η απόφαση για την εγκατάλειψη του Μοναστηριού παίρνεται με μεγάλη θλίψη και αβάσταχτο πόνο. Κάνουν τη τελευταία Θεία λειτουργία και φεύγουν χωρίς ν’ αφήσουν ανάμνηση στους μεταγενέστερους για τα στερνά τους. Ήταν προς το τέλος του έτους 1838.
Έτσι έκλεισε ο κύκλος της παρουσίας του Μοναστηριού της Ρούστιανης με την πολλαπλή Ελληνορθόδοξη προσφορά του, απλά και αθόρυβα, όπως ακριβώς άρχισε να λειτουργεί. Έτσι το ήθελε ο Θεός!
Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο θέλει να ευχαριστήσει δημόσια:
Βιώνουμε καθημερινά τα προβλήματά μας. Ζούμε με άγχος, πόνους, θλίψεις, στενοχώριες, αρρώστιες, σύγχυση και ταραχή. Οι ανθρώπινες δυνάμεις μας δε μπορούν να δώσουν λύση σ’ αυτά τα προβλήματα.
Ας στρέψουμε το νου μας και την ψυχή μας προς την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία έχει ειδική χάρη να μεσολαβεί στον μοναδικό χορηγό της Ειρήνης και παντός αγαθού, τον Μονογενή Υιό της, ο οποίος εισακούει τις πρεσβείες της και ας την παρακαλέσουμε ικετευτικά να μεσιτεύει για μας τους ανάξιους και αμαρτωλούς.
Ας κάνουμε την Παναγία μας στήριγμα και ελπίδα της ζωής μας.