ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΣΤΙΑΝΗΣ
Το μοναστήρι της Παναγίας της Ρούστιανης («Γενέσεως της Θεοτόκου»), ιδρύθηκε επί τουρκοκρατίας (πιθανώς γύρω στον ΙΕ’ αιώνα), από μοναχούς που βρήκαν καταφύγιο στα βουνά της παραποτάμιας Ρουστιανίτικης γης, απέναντι από τον οικισμό Κανάλια (στο σημερινό νομό Φθιώτιδας).Σύμφωνα με τα στοιχεία από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ήταν κυρίαρχο, ανδρικό, κοινοβιακό μοναστήρι, με δύο μετόχια:το Μετόχι της Ζωοδόχου Πηγής στον οικισμό Πίτσιον και το Μετόχι του Αϊγιάννη στη Λευκάδα.
Στη μακρόχρονη ιστορία του το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ακμή και υπήρξε πνευματικός φάρος για τους σκλαβωμένους Έλληνες της περιοχής. Ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού καθημερινά, θύμιζε ότι η Παναγία στεκόταν αρωγός στο σκλαβωμένο γένος και μεριμνούσε για την απελευθέρωσή του. Στα κελιά του βρήκαν καταφύγιο μεγάλοι αρματωλοί, όπως ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης, χρησιμοποιώντας το και για ορμητήριό τους. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που οι Τούρκοι, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της επανάστασης το 1821, έκαναν συνεχόμενες επιδρομές εναντίον του, λεηλατώντας το, καταστρέφοντας τα αγροκτήματά του, ξεκληρίζοντας τα ζώα του και καίγοντας πολλά από τα κτίριά του. Οι καλόγεροί του, μη μπορώντας πλέον να επιβιώσουν, άρχισαν σταδιακά να μετακινούνται σε άλλες μονές.
Το Μοναστήρι που άλλοτε έσφυζε από δύναμη και ζωντάνια, έμεινε με τον ηγούμενο Ιωαννίκιο και δυο άλλους Μοναχούς, τραγικές φιγούρες που πρόβαλλαν μέσα από τα χαλάσματα και τα αποκαΐδια, να δανείζονται διάφορα ποσά προσπαθώντας να επισκευάσουν την Εκκλησία και τα κελιά. Τους σταμάτησε όμως η χαριστική βολή που τους δόθηκε από τον νόμο του Όθωνα, ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 25/9/1833 και βάσει του οποίου όσα μοναστήρια είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς έπρεπε να διαλυθούν.
Στη θέση του παλαιού καθολικού της μονής, σήμερα βρίσκεται το εξωκλήσσιον της Γενέσεως της Θεοτόκου, το οποίο πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
«Σύλλογος Φίλων Ιστορικού Μοναστηριού Παναγίας της Ρούστιανης Φθιώτιδας»