ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΤΩΝ ΧΡΕΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

του Γιάννη Κουτσοκώστα Κουτσοκώστας Γιάννης resize

Με την έναρξη της επανάστασης των Ελλήνων το 1821 για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού το μοναστήρι της Ρούστιανης υπέστη μεγάλες καταστροφές στην κινητή και ακίνητη περιουσία του (βλέπε ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ). 

 Οι εναπομείναντες μοναχοί  Δαυίδ και Ιωαννίκιος για τις μοναστηριακές υποθέσεις προέβησαν στη σύναψη δανείου με τον Νικόλαο Γιαννακόπουλο από το Γαρδίκι ποσού 450 Τουρκικών γροσίων την 1η Ιουνίου 1827 (βλέπε ομολογία, έγγραφο 7 των Γ.Α.Κ) και με τον Οθωμανό Μάλκο ή Μάλιο Βουστινά ποσού 650 Τουρκικών γροσίων στις 26 Αυγούστου 1828 υπολογίζοντας ότι θα εξοφλήσουν τα δάνεια είτε από τις προσφορές των πιστών είτε από την αξιοποίηση της κτηματικής περιουσίας του μοναστηριού. Τούτο γνώριζαν πολύ καλά οι δανειστές και δεν είχαν ουδεμία αμφιβολία για τη μη εξόφληση των χρεών του μοναστηριού. Τα χρήματα αυτά οι μοναχοί τα διέθεσαν για τις μοναστηριακές ανάγκες, για την ανέγερση του Ιερού Ναού και άλλων κτισμάτων (κελιών, αποθηκών κ.α) που είχαν καταστραφεί από τους Τούρκους. Φυσικά τα ποσά αυτά δεν ήσαν αρκετά για να καλύψουν όλο το κόστος των απαιτουμένων εργασιών.

 

Το Σεπτέμβριο του 1828 η μεγάλη Τουρκική στρατιωτική δύναμη που ξεκίνησε από την Υπάτη για ενίσχυση της Τουρκικής φρουράς στη Λαμποτινά (Άνω Χώρα Ναυπακτίας) διερχόμενη από το Ρουστιανίτη ποταμό κατέστρεψε ανελέητα όσα επεχείρησαν να οικοδομήσουν οι μοναχοί στο χώρο του μοναστηριού. Έτσι οι κτιριακές εργασίες δεν ολοκληρώθηκαν. Δεν έφταναν οι συνεχόμενες καταστροφές του μοναστηριού, επακολούθησε ο γνωστός νόμος του Όθωνα που δημοσιεύτηκε στις 25/5/1833 για τη διάλυση των μοναστηριών, αν δεν είχαν τον απαιτούμενο αριθμό μοναχών τουλάχιστον έξι άτομα, με δυσάρεστες συνέπειες για το μοναστήρι της Ρούστιανης. Απώλεσε αυτόματα όλη την κτηματική του περιουσία και όλες οι δραστηριότητες του μοναστηριού σταμάτησαν. Οι εναπομείναντες μοναχοί Δαυίδ, Γερμανός και Ιωαννίκιος αγωνίζονται με όλες τις δυνάμεις τους να κρατήσουν το μοναστήρι σε λειτουργία παρακούοντας την εντολή του Επισκόπου Φθιώτιδας να εγκαταλείψουν το μοναστήρι και να εγκαταβιώσουν στη μονή Αγάθωνα.

Οι μοναχοί κυνηγημένοι από την πολιτεία και τον επίσκοπό τους , πικραμένοι από την αδιαφορία και αχαριστία των περιοίκων και στερημένοι των βασικών αγαθών για επιβίωση αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το μοναστήρι της ρούστιανης με αβάσταχτο πόνο ψυχής προς τα τέλη του 1838.

Όμως τα χρέη του διαλυθέντος μοναστηριού μένουν. Οι δανειστές προκειμένου να εισπράξουν τα χρήματά τους απευθύνονται προς την επί των Εκκλησιαστικών Β Γραμματεία της Επικρατείας η οποία παραδέχεται το δίκαιο αίτημά τους και εισηγείται προς το Υπουργείο Οικονομικών να ενεργήσει για την αποπληρωμή των χρεών του μοναστηριού της ρούστιανης.

Η όλη μακροχρόνια διαδικασία (1835-1844) απο την υποβολή του αιτήματος των δανειστών μέχρι την εξόφληση των χρεών του μοναστηριού είναι καταγεγραμμένη στα 15 έγγραφα του με αριθμό φακέλου 88 κατηγορίας ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ των Γενικών Αρχείων του Κράτους και τα μεν 10 έγγραφα (1-10) αναφέρονται στη εξόφληση δανείου προς τον δανειστή Νικόλαο Γιαννακόπουλο κάτοικο Γαρδικίου και τα υπόλοιπα 5 (11-15) στον Οθωμανό Μάλκον ή Μάλιον Βουστινά.

Ειδικά για τον καθένα δανειστή η διαδικασία έχει όπως κατωτέρω παρατίθεται:

Α. Ο δανειστής Νικόλαος Γιαννακόπουλος υποβάλλει προς τον έπαρχο Φθιώτιδας στις 5 Μαΐου 1835 γραπτό αίτημα συνημμένο με τη συναφθείσα ομολογία την 1η Ιουνίου 1827 για την εξόφληση της ανωτέρω ομολογίας σε μετρητά προτείνοντας να αφήσει προς όφελος του Εκκλησιαστικού ταμείου το 5% από το αρχικό κεφάλαιο και να παραιτηθεί από τους τόκους που αναλογούν. Στη συνέχεια ο Έπαρχος Φθιώτιδος διαβιβάζει το αίτημα του εν λόγω δανειστή στο Νομάρχη Φωκίδας και Λοκρίδας ο οποίος με τη σειρά του στις 11 Μαΐου 1835 απευθύνεται προς την επί των Εκκλησιαστικών θεμάτων Β. Γραμματείαν της Επικρατείας επισημαίνοντας: « Η Νομαρχία επιστηριζομένη εις την αναφοράν του Επάρχου βεβαιούντος τη γνησιότητα της ομολογίας κατά της οποίας έλαβε πληροφορίας και ευρίσκουσα συμφέρουσα εις το Εκκλησιαστικόν Ταμείον την πρότασιν των δανειστών καθυποβάλλει δια της παρούσης εις την Β. Γραμματείαν τη ειρημένην ομολογίαν ομού με τη επί τούτω έγγραφον πρότασιν των δανειστών της οποίας εγκρινομένης θέλει η Β. Γραμματεία να διατάξει δια να πληρωθώσι εις τον αναφερόμενον δανειστήν Νικόλαον Γιαννακόπουλον δραχ.122,34 αντίτιμον γροσίων Τουρκικών 425» ( αντιστοιχία 1 δραχμής προς 3,5 τουρκικά γρόσια). Η επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματεία απέστειλε την ανωτέρω αλληλογραφία στις 4 Μαΐου 1835 στο Εκκλησιαστικό Ταμείο για να γνωματεύσει για τα ενδιαλαμβανόμενα και να επιστρέψει τα έγγραφα προς την ανωτέρω Αρχή.

Η επιτροπή του Εκκλησιαστικού ταμείου με έγγραφό της στις 3 Απριλίου 1837 γνωρίζει στην επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείαν ότι η ομολογία συνάψεως δανείου επ’ ονόματι Νικολάου Γιαννακοπούλου δεν φέρει τη σφραγίδα της διαλυθείσης μονής της Ρούστιανης Φθιώτιδος (βλέπε ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ), επιστρέφει την αλληλογραφία με την παραγγελίαν να πληροφορήσουν την επιτροπή του Εκκλησιαστικού Ταμείου για τας αιτίας μη επιθέσεως της σφραγίδας της διαλυθείσης μονής και περισσότερες πληροφορίες για τη νομιμότητα του χρέους. Όταν η επιτροπή λάβει γνώσιν των ανωτέρω θέλει γνωμοδοτήσει. Τα έγγραφα εκρατήθησαν δια να χρησιμεύσωσιν εν καιρώ.

Αρχίζει αντίστροφα η αλληλογραφία:

Η επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματεία στις 6 Απριλίου 1837 ζητά από τον Διοικητή της Φθιώτιδος να εξετάσει και να αναφέρει σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου και να επιστρέψει ομού με το συνημμένον.

Στις 24 Μαΐου 1837 ο Διοικητής Φθιώτιδος Αδάμ Δούκας επιστρέφει προς την επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείαν της Επικρατείας την διανυθείσαν αναφορά πληροφορών ότι κατά το 1827 οι πατέρες της μονής Ρούστιανης εδανείσθησαν τα 450 γρόσια παρά του Νικ. Γιαννακόπουλου κατοίκου της Πρωτεούσης του Δήμου Ομιλαίων δεν είχαν μοναστηριακήν σφραγίδα ως απολεσθείσα, όπως και τα λοιπά κινητά κτήματα της μονής καταστραφέντα υπό των Οθωμανών και ότι ως προς τη νομιμότητα του χρέους οι πατέρες της μονής με τα χρήματα που δανείστηκαν ευκόλυναν τας μοναστηριακάς υποθέσεις ούσας νενεκρωμένας εξ αιτίας των περιστάσεων.

Στις 4 Ιουνίου 1837 η επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματεία διαβιβάζει προς τη επιτροπήν του Εκκλησιαστικού Ταμείου την αλληλογραφία στην οποία είναι προσεπιναπτομένη και η επ’ ονόματι Νικ. Γιαννακοπούλου πρωτόγραφος ομολογία εκ μέρους της διαλυθείσης μονής της Ρούστιανης. Στις 21 Ιουνίου 1837 η Επιτροπή του Εκκλησιαστικού Ταμείου αφού έλαβε υπόψη τις πληροφορίες του Διοικητή Φθιώτιδος ότι δεν είχαν μοναστηριακή σφραγίδα οι πατέρες της διαλυθείσης μονής της Ρούστιανης, ότε έδωσαν την προς τον Νικ. Γιαννακόπουλος εκ γροσίων 450 ομολογίαν και ότι το χρέος τούτο είναι νόμιμον, παραδέχεται αυτό και γνωμοδοτεί για την εξόφλησίν του σύμφωνα με την έγγραφη συγκατάθεση του δανειστή να αφήσει το 5% υπέρ του Εκκλησιαστικού Ταμείου και να παραιτηθεί από του τόκους που είχαν συμφωνηθεί μέχρι την εξόφλησίν του.

Την ανωτέρω γνωμοδότηση με όλα τα διανυθέντα έγγραφα η Επιτροπή του Εκκλησιαστικού Ταμείου τα διαβιβάζει προς την επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείαν στις 23 Ιουνίου 1837 όπως προκύπτει από το 9ο έγγραφο του με αριθ. 88 φακέλου των Γενικών Αρχείων του Κράτους και αφορά την εξόφλησης χρεωστικής ομολογίας επ’ ονόματι Νικ. Γιαννακόπουλου.

Στον ανωτέρω φάκελο δεν υπάρχει έγγραφος εντολή Οργάνου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου κατά τη νεωτέρα δημοσιονομική έκφραση παρά τη γνωμοδότηση για τη εξόφλησιν δανείου.\

Β. Όσον αφορά την εξόφληση του δανείου του ετέρου δανειστή επ’ ονόματι Μάλιου ή Μάλκου Βουστινά Οθωμανού και ξένου υπηκόου η όλη διαδικασία έχει όπως κατωτέρω καταγράφεται:

Ο ανωτέρω δανειστής δια του Μάλιου Ν. Μεραβίστα επιτρόπου , υπηρετούντος εις την ενταύθα Αντιπρεσβεία της Οθωμανικής Αυλής στις 2 Ιουλίου 1841 καταθέτει αίτηση προς την επί των εξωτερικών Β. Γραμματείαν της Επικρατείας γνωρίζοντας τα εξής: Ότι από τριετίας (1838) παρεδόσαμεν εις την επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείαν μια ομολογία 650 γροσίων τουρκικών του διαλυθέντος μοναστηριού της Ρούστιανης δια να πληρωθώμεν τα χρήματα ταύτα από το Εκκλησιαστικόν Ταμείον το οποίον διαχειρίζεται την περιουσίαν του εν λόγω μοναστηριού και μέχρι σήμερα δεν βλέπομε την εξόφλησιν αλλά παρηγορούμην με υπομονήν και προφορικάς υποσχέσεις ότι εντός ολίγου θέλει τα λάβωμεν.

Στη συνέχεια γίνεται παράκληση στην επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείαν να ενεργήσει ώστε να πληρωθούν τα οφειλόμενα χρήματα από το μοναστήρι ή να επιστραφεί η ομολογία για να ενεργήσουν δια της δικαστικής οδού για την εξαργύρωσή της επισημαίνοντας την εξάντληση της υπομονής και τα καθημερινά έξοδα διαμονής εις την καθέδραν (Αθήνα) του δανειστή.

Στις 7 Ιουλίου 1841 το ανωτέρω αίτημα του επιτρόπου της Αντιπρεσβείας της Οθωμανικής Αυλής διαβιβάζεται προς την Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείας για τα περαιτέρω.

Στις 11 Ιουλίου 1842 ο επίτροπος της Αντιπρεσβείας της Οθωμανικής Αυλής απευθύνεται προς την επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείαν , γνωστοποιεί τις πληροφορίες που έχει για την αναγνώριση από τους οφειλέτες, της συνάψεως του δανείου και της εγκρίσεως πληρωμής και παρακαλεί την γραμματεία να διατάξει την πληρωμή του δανείου.

Στις 17 Οκτωβρίου 1842 η επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματεία αναφέρεται εις τον Μεγαλειότατον και τον παρακαλεί να εγκρίνει την πληρωμήν από το Εκκλησιαστικό Ταμείο του ποσού 650 τουρκικών γροσίων. Η ανωτέρω αναφορά είναι καταγεγραμμένη στο 13ο έγγραφο του με αριθ. 88 φακέλου των Γ.Α,Κ και φωτοτυπημένη παρατίθεται:

Η βασιλική απόφαση εκδιδομένη το 1844 για την υποβληθείσα αναφορά της επί των Εκκλησιαστικών Β. Γραμματείας είναι καταγεγραμμένη στο 14ο έγγραφο του ανωτέρω φακέλου και παρατίθεται και αυτή φωτοτυπημένη

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1844 η επί των Εκκλησιαστικών Β.Γραμματεία απευθύνεται προς το Υπουργείο Οικονομικών εις το οποίο εναπόκειται να ενεργήσει ότι δέον επί της αιτήσεως του αναφέροντος Οθωμανού Μάλιου ή Μάλκου Βουστινά. Εις τα έγγραφα επισυνάπτονται η πρωτότυπος χρεωστική ομολογία της μονής Ρούστιανης προς τον δανειστή 26 Αυγούστου 1828 δια γροσίων 650 και το πρωτότυπο της εκ μέρους της επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείας γενομένης αναφοράς προς την Α.Μ 17 Οκτωβρίου 1842

Το γεγονός ότι ο δανειστής Μάλιος ή Μάλκος Βουστινάς ενήργησε δια του Επιτρόπου υπηρετούντος στην Αντιπρεσβεία της Οθωμανικής Αυλής αναδεικνύει και τη διπλωματική πίεση που ασκήθηκε για την έκδοση βασιλικής απόφασης.

Αντιπαραβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τους ανωτέρω δανειστές του μοναστηριού της Ρούστιανης διαπιστώνεται ότι για τον δανειστή Νικόλαο Γιαννακόπουλο ο οποίος ήταν Έλληνας υπήκοος, Χριστιανός ορθόδοξος , άφησε το 5% του αρχικού ποσού του δανείου και παραιτήθηκε από τους τόκους υπέρ του Εκκλησιαστικού Ταμείου δεν εξεδόθη ένταλμα πληρωμής, εκτός αν εκδόθηκε και δε συμπεριελήφθηκε στον ανωτέρω φάκελο των Γ.Α.Κ

Ενώ για τον δανειστή Μάλιον ή Μάλκον Βουστινά ο οποίος ήταν ξένος υπήκοος και Μωαμεθανός και εζήτησε όλο το ποσό με τους αναλογούντες τόκους εκδόθηκε βασιλική απόφαση. Ίσως η απόφαση αυτή να αποτέλεσε προηγούμενο για την αποπληρωμή του δανείου και προς τον Νικόλαο Γιαννακόπουλο. Για χάρη του βασιλικού ίσως να ποτίστηκε και η γλάστρα!

Χρεωστική ομολογία των μοναχών του Μοναστηριού της Ρούστιανης Ιωαννικίου και Διαβίδη

IMG

Την σήμερον φανερόνομεν και ομολογούμεν εμεις η πατέρες της Ρούστιανη Ιωαννίκιος και διαβήδης ότι δια χρήση του μοναστηριού μας επήγαμε και επαρακαλέσαμεν τον κύρ νικολάκι γιανακόπλον από χωρήον γαρδίκι και μας εδάνισε γρόσια 450 τετρακόσια πενίντα για να τρέχουν με το διάφορον τους τα δεκα δοδεκα οσον κηρον σταθούνε και δια το βέβεον της αλήθειας εδόσαμεν τιν ομολογίαν μας εις χήρας του κυρ νικολάκι εις ένδειξην και ασφάλιαν.  1827 Ιουνίου 1

Ιωαννίκιος και διαβήδης ηπόσχομεν τα ανοθεν.

 

11

 

2

44

\