ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα μοναστήρια δεν ήταν μόνο θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα αλλά και κέντρα προστασίας και τροφοδοσίας των κατατρεγμένων ραγιάδων και των ενόπλων αντιστασιακών ομάδων, ανεφοδιασμού και αποθήκευσης στρατιωτικού υλικού (πυρίτιδας) και νοσοκομειακής περίθαλψης. Ήταν τα καταφύγια του Ελληνισμού.

Αυτά τα γνώριζαν πολύ καλά οι Τούρκοι κατακτητές και με την παραμικρή αφορμή, παρ’ όλα τα προνόμια που απολάμβαναν τα μοναστήρια, προσπαθούσαν να καταφέρουν καίρια πλήγματα τόσο στο προσωπικό όσο και στην υλικοτεχνική υποδομή τους.

Το μοναστήρι της Ρούστιανης από την ίδρυσή του μέχρι τη διάλυσή του σε διάφορες χρονικές περιόδους δεν ξέφυγε από την καταστροφική μανία του κατακτητή.

Α. Καταστροφές από τα Τουρκικά Αποσπάσματα τ’ Αγά.

Αν και υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή του μοναστηριού της Ρούστιανης Αρματολοί που εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα, οι ληστείες και οι κλοπές συνεχίζονταν ασταμάτητα. Ακόμη οι δυσκολίες που εμφανίζονταν στην είσπραξη των φόρων και συγκέντρωση προσόδων προκαλούσαν την οργή των Τούρκων με αποτέλεσμα τα τουρκικά στρατεύματα του Αγά να αναλαμβάνουν επιχειρήσεις εναντίον των κλεφτών και των κατοίκων των ορεινών περιοχών. Οι κλέφτες για λόγους στρατηγικής απέφευγαν να συγκρουσθούν κατά μέτωπο με τους Τούρκους και απομακρύνονταν στις απρόσιτες ορεινές περιοχές , ιδιαίτερα στις δασωμένες περιοχές του Γαύρου και της Οξυάς.

Οι Τούρκοι δεν κυνηγούσαν σ’ αυτές τις περιοχές τους κλέφτες και την καταστροφική τους μανία έστρεφαν προς το μοναστήρι της Ρούστιανης που είχε γι αυτούς πρόσβαση από τον Ρουστιανίτη ποταμό, πυρπολούσαν τα κελιά (ταράτσες) τις αποθήκες και το ναό, άρπαζαν ο,τι εύρισκαν από τα εισοδήματα και έφευγαν. Οι μοναχοί του μοναστηριού με το υπηρετικό προσωπικό φρόντιζαν έγκαιρα να απομακρύνουν τα αιγοπρόβατα και ό,τι άλλο μπορούσαν σε απρόσιτες περιοχές, ιδιαίτερα στο Κρυφό, τοποθεσία που βρίσκεται στην Πουλιάνα.

Τέτοιες καταστροφικές επιθέσεις το μοναστήρι της Ρούστιανης δέχτηκε πολλές. Μετά την απομάκρυνση των τουρκικών αποσπασμάτων οι μοναχοί με τους κατοίκους της περιοχής επισκεύαζαν το ναό, ξανάφτιαχναν τα κελιά τους-ταράτσες και τις αποθήκες και η ζωή συνεχιζόταν.

Β. Από τα στρατεύματα του Αλή Πασά (1750-1820).

Από τότε που ο Αλή Πασάς επεξέτεινε το Πασαλίκι του σ’ όλη σχεδόν τη Ρούμελη είχε ν’ αντιμετωπίσει στην περιοχή αυτή τους ανυπότακτους κλέφτες Τσαμ Καλόγερο και Κατσαντώνη και τους αρματολούς Κοντογιανναίους.

Ο Τσαμ Καλόγερος καταγόταν από τους Βελλιανούς Παραμυθίας που λεγόταν και Τσαμουργιά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Καλογήρου. Εμόνασε για λίγο καιρό σε μοναστήρι. Αργότερα σχημάτισε δικό του νταϊφά και με την προσωνυμία Τσαμ Καλόγηρος δραστηριοποιήθηκε στις περιοχές των Βαρδουσίων της Γκιώνας και του Τυμφρηστού γενόμενος τρόφιμος των μοναστηριών του Προφήτη Ηλία και της Παναγίας της Ρούστιανης. Διεξήγαγε νικηφόρες μάχες και προκάλεσε την οργή του Αλή. Το 1804 στη θέση Ζελίστα της Οξυάς πέφτει ανεπάντεχα σ’ ενέδρα που είχαν στήσει τα’ ασκέρια του Αλή Μπέη και τραυματίζεται θανάσιμα. Ζήτησε από τα παλληκάρια του να του κόψουν το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους για να μην πέσει στα χέρια του Αλή Μπέη. Τότε ο νεαρός Αθανάσιος Διάκος (1788-1821) που υπηρέτησε κοντά του ως ψυχογιός τον αρπάζει στον ώμο του μέσα από τη μάχη και κατορθώνει να τον φέρει στο λημέρι που είχαν συγκεντρωθεί οι άλλοι κλέφτες. Ο Καπετάνιος τότε Τσαμ Καλόγερος διέγνωσε τις αρετές και τις ικανότητες του Αθανασίου Διάκου και μπροστά σ’ όλα τα παλικάρια του λέει: «από σήμερα το Θανάση Διάκο θα τον έχετε για πρώτο παλικάρι στον νταϊφά Αν είναι μικρός στα χρόνια είναι μεγάλος στην παλικαριά! Του ταιριάζει ακόμα και για Καπετάνιος» (Τάκη Λάππα: ο ήρωας της Αλαμάνας)

Οι Κοντογιανναίοι ήταν οικογένεια οπλαρχηγών με αρχηγό τον Γιάννη Κοντογιάννη από το Χαλκιόπουλο του Βάλτου ο οποίος ξεκίνησε ως κλέφτης και έγινε Αρματολός καταλαμβάνοντας βιαίως το αρματολίκι του Πατρατζικίου (Υπάτης) και το επεξέτεινε στην ευρύτερη περιοχή (Ναύπακτο-Παρνασσός- Λιδορίκι- Λαμία- Άγραφα) ήταν γενναίος αγωνιστής και είχε στο ενεργητικό του πολλές νικηφόρε μάχες. Πέθανε το 1790 και το αρματολίκι ανέλαβαν οι δυο γιοί του Κων/νος κα μήτσος οι οποίοι αύξησαν τη στρατιωτική τους δύναμη με πολλούς Έλληνες και Τουρκοαλβανούς . ο Αλή Πασάς στην προσπάθεια του να καθυποτάξει τους ανυπότακτους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και ιδιαίτερα τον Τσαμ Καλόγερο ξεκίνησε ένα εξοντωτικό αγώνα που κράτησε πολλά χρόνια (1783-1820) και βάφτηκε με πολύ αίμα. Για το σκοπό αυτό ανέθεσε στο συγγενή του αιμοχαρή Γιουσούφ Αράπη με 3000 άνδρες και πολλούς παράδες να χαλάσει την κλεφτουριά.

Όπως αναφέρει ο Νικόλαος Κασομούλης στα «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» ο Γιουσούφ Αράπης στη διάρκεια της εκστρατείας του   εστρατοπέδευσε το 1794 στην Υπάτη, κατόπιν στο Μαυρίλο και στη Μεγάλη Κάψη και έβαλε ως στόχο όχι μόνο να χαλάσει τους κλέφτες αλλά και να καταστρέψει ολοσχερώς και τα μοναστήρια που ήταν καταφύγια και ορμητήρια των κλεφτών. Αφού κατέστρεψε το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στη Μεγάλη Κάψη έφτασε στο Μοναστήρι της Ρούστιανης και πυρπόλησε το ναό και τα κελιά (ταράτσες) των μοναχών με αποτέλεσμα η υλικοτεχνική υποδομή του μοναστηριού να σωριαστεί σε αποκαΐδια και πέτρες . Οι μοναχοί , οι περίοικοι και οι οπλαρχηγοί της περιοχής δεν προέβαλαν αντίσταση, φρόντισαν όμως ν’ απομακρύνουν τα αιγοπρόβατά τους σ’ ασφαλείς και απόκρυφες τοποθεσίες και όσα μικροαντικείμενα μπορούσαν (ιερά σκεύη, εικόνες, άμφια, οικιακά σκεύη κ.α). Στη συνέχεια προχώρησε ο Γιουσούφ προς το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και αφού αιφνιδίασε το προσωπικό συνέλαβε τον ηγούμενο και τους μοναχούς και διέταξε να βάλουν φωτιά σ’ όλο το μοναστήρι. Αλά καθώς αναφέρει ο Γιάννης Δ. Παπαναγιώτου στο βιβλίο του «ΑΙ –ΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ» με θαυματουργή επέμβαση του Προφήτη Ηλία σώθηκαν το μοναστήρι και οι μοναχοί.

Ο Γιουσούφ καταδιώκοντας τους κλέφτες της περιοχής με οπλαρχηγούς τους Κοντογιανναίους κατευθύνθηκε προς το δάσος της Οξυάς. Οι Κοντογιανναίοι με 300 άνδρες παρά τη γενναία αντίσταση που προέβαλλαν στις μάχες που έγιναν στις θέσεις «Γραμμένη οξυά» και «Μοναστήρι της Στάγιας» υποχώρησαν. Και ο μεν Κωνσταντίνος διωκόμενος έφτασε στο γεφύρι της Τατάρνας όπου πολεμώντας γενναία σκοτώθηκε, ο δε Μήτσος επέστρεψε στο αρματολίκι του στην Υπάτη όπου έλαβε υπό την προστασία του τα παιδιά του αδελφού του Σπύρο, Νικόλαο και Γιώργο και κατέφυγε στη Λευκάδα.

Γ. Καταστροφές από τα στρατεύματα του Δράμαλη.

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι το μοναστήρι της Ρούστιανης υπέστη μεγάλες καταστροφές στην κινητή και ακίνητη περιουσία του από τα στρατεύματα του Μαχμούτ Πασά –Δράμαλη. Υπάρχουν όμως δυο εκδοχές ως προς το χρόνο της καταστροφής του μοναστηριού. Κατά την πρώτη έγινε στο τέλος του 1821 όταν ο Δράμαλης έστειλε τον Κεχαγιά του να εκκαθαρίσει τη Δυτική Φθιώτιδα και την Ευρυτανία και έφτασε μέχρι το Μεγάλο Χωριό. Τότε οι οπλαρχηγοί της Ευρυτανίας και οι Κοντογιανναίοι προέβαλαν γενναία αντίσταση στα Διπόταμα.

Διπόταμα λέγεται η συμβολή των παραποτάμων του Σπερχειού ποταμού Παλαιοκαστρίτη και Καψιώτη , δυτικά του Αγίου Γεωργίου. Είναι θέση με στρατηγική σημασία καθόσον ελέγχει τις διαβάσεις προς το Καρπενήσι και προς τη Φουρνά.

Ο Νίκος Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Η Δυτική Φθιώτιδα στη φωτιά του 21» αναφέρει ότι από τα στοιχεία των φακέλων των αγωνιστών προκύπτει ότι στην ανωτέρω τοποθεσία έγινε μάχη στα τέλη του 1821. Επόμενο ήταν ο Κεχαγιάς να συνεχίσει τις εκκαθαρίσεις και προς το μοναστήρι της Ρούστιανης με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς.

Εάν το μοναστήρι της Ρούστιανης δεν καταστράφηκε στο τέλος του 1821, τότε είναι βέβαιο ότι δεν ξέφυγε από την καταστροφική μανία του Δράμαλη την Άνοιξη του 1822 όταν είχε εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Σπερχειού και είχε διατάξει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σ’ όλη τη ΝΔ Φθιώτιδα προκειμένου να εξασφαλίσει ακώλυτα την κάθοδό του προς την Πελοπόννησο. Γνωστές είναι οι μάχες που έγιναν την περίοδο αυτή στο μοναστήρι του Αγάθωνα, στο Γυφτοχώρι (Άνω Καλλιθέα) και στη Σέλιανη (Μάρμαρα) των στρατευμάτων του Δράμαλη με τους επαναστατημένους Έλληνες έχοντας ως οπλαρχηγούς τους Κοντογιανναίους, τον Σιαφάκα και άλλους μικροκαπεταναίους.

Δ. Καταστροφές το 1828

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) και τη μάχη του Φαλήρου (24 Απριλίου 1827) ο Κιουταχής (Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς) όντας πανίσχυρος στη Στερεά Ελλάδα προσπαθεί να εξοντώσει και τις τελευταίες Ελληνικές αντιστάσεις. Οι Έλληνες πολιόρκησαν τους Τούρκους στην Λαμποτινά (Άνω Χώρα Ναυπακτίας) το Σεπτέμβριο του 1828. Οι Τούρκοι αφού πήραν ενισχύσεις από τη Υπάτη ξεκίνησαν με αποστολή να κατακτήσουν τα Ελληνικά τμήματα που βρίσκονταν στην περιοχή αυτή και να δώσουν βοήθεια στους Αχμέτ Πρεβίστα και Καφτάνογα που ήσαν αποκλεισμένοι. Μια συνολική δύναμη 3000 ανδρών με αρχηγό τον Ασλάν Μπέη ξεκινώντας από την Υπάτη και ακολουθώντας διαδρομή από το Ρουστιανίτη-Δρέματα, Πηγαδούλια έφτασε στο Γαρδίκι. Είναι φυσικό μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή αυτή να φέρει αναστάτωση. Οι Τούρκοι στο πέρασμά τους ήθελαν να εκμηδενίσουν κάθε μορφή αντίστασης . έτσι για άλλη μια φορά ακόμη δέχτηκε την καταστροφική μανία των Τούρκων. Από το Γαρδίκι οι Τούρκοι προωθήθηκαν στη Γραμμένη Οξυά, θέση εξαιρετικά ισχυρή για τους Έλληνες οι οποίοι με αρχηγούς τους Κίτσο Τζαβέλα και Πανομάρα επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων στις 23 Σεπτεμβρίου 1828 και τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στο Γαρδίκι με μεγάλες απώλειες εγκαταλείποντας την αποστολή τους. Ο δε Πρεβίστας φοβούμενος ολική καταστροφή επειδή πλησίαζε ο χειμώνας επεχείρησε αιφνιδιαστική έξοδο από τη Λαμποτινά στις 22 Οκτωβρίου 1828 μέσα σε ραγδαία βροχή και ομίχλη με αποτέλεσμα πολλοί Τούρκοι να σκοτωθούν και να αιχμαλωτιστούν . Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ο Πρεβίστας με τους επισημότερους ακολούθους του.

Αν και δεν υπήρχαν γραπτές πηγές για το χρόνο και το μέγεθος των καταστροφών που υπέστη το μοναστήρι της Ρούστιανης από τα Τουρκικά στρατεύματα στα δύσκολα χρόνια της πικρής σκλαβιάς, αψευδείς μάρτυρες που επιβεβαιώνουν περίτρανα τις καταστροφές είναι τα αποκαΐδια , τα οικιακά σκεύη, τα γεωργικά εργαλεία και άλλα απανθρακωμένα αντικείμενα που βρέθηκαν σε υπόγεια κρύπτη του αυλείου χώρου του ναού της γεννήσεως της Θεοτόκου το 1942, όταν οι Καναλιώτες μεγάλωσαν το χοροστάσι αλλού ισοπεδώνοντας και αλλού κάνοντας επιχωματώσεις. Μη γνωρίζοντας όμως ότι το υπόγειο αυτό είχε ιστορική σημασία και έπρεπε να το διατηρήσουν , έρριξαν χώματα και πέτρες και το έκλεισαν. (Από το δημοσίευμα «Ένα στολίδι ήταν για τον τόπο μας» του Κ.Δ. Παφίλη)