Ο θησαυρός του Μοναστηριού

Οι κτήτορες και ο ακριβής χρόνος ίδρυσης του Μοναστηριού της Ρούστιανης παραμένουν με θεία βούληση άγνωστα θέματα. Σε μας είναι πλέον γνωστά ο ευεργετικός ρόλος που διαδραμάτισε το εν λόγω μοναστήρι στη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας και ο μεγάλος θησαυρός του που αποτιμάται σε δύο κεφάλαια, τον υλικό πλούτο και τον πνευματικό θησαυρό.

Α. ΥΛΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

Όπως όλα τα μοναστήρια, έτσι και το Μοναστήρι  της Ρούστιανης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας απολάμβανε τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί από τον Σουλτάνο. Απέκτησε κτηματική περιουσία από εκχερσώσεις εδαφών και από δωρεές Ελλήνων . Δεν αναφέρονται παραχωρήσεις εδαφών στο Μοναστήρι της Ρούστιανης από Τούρκους αξιωματούχους.

Επειδή το δικαίωμα της ιδιοκτησίας παραχωρούταν στους Έλληνες για τις προς τους Τούρκους εκδουλεύσεις τους και κάθε παραγωγή αγροτική ή κτηνοτροφική υπόκειταν σε φορολογία οι περίοικοι του μοναστηριού Έλληνες δεν απόκτησαν ιδιοκτησίες. Έτσι το Μοναστήρι της Ρούστιανης απόκτησε μεγάλη κτηματική περιουσία η οποία εκτεινόταν σ’ όλη τη δυτική πλευρά του Ρουστιανίτη ποταμού από την Πουλιάνα μέχρι τον Αϊ Γιάννη στη Λευκάδα.

Οι καλόγηροι του Μοναστηριού με τη βοήθεια των περιοίκων εκχέρσωσαν εκτάσεις εκατοντάδων στρεμμάτων που μπορούσαν να καλλιεργηθούν , εκμεταλλεύτηκαν  τα άφθονα νερά των πηγών  και τις μετέτρεψαν σε εύφορες και παραγωγικές περιοχές. Έτσι πέτυχαν να εξασφαλίσουν με επάρκεια τα βασικά γεωργικά αγαθά (καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι, βρίζα, φασόλια κ.α.) που ήταν απαραίτητα για την επιβίωσή τους.

Η ανάγκη όμως για μετατροπή των βασικών αυτών αγαθών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν άμεσα για τις βιολογικές τους ανάγκες είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτυχθεί και ο δευτερογενής τομέας παραγωγής αγαθών, η μεταποίηση. Όλη η περιοχή του μοναστηριού με την ευρηματικότητα  και πρακτική ευφυΐα των κατοίκων της περιοχής είχε μετατραπεί σε τόπο εργαστηρίων. Υδρόμυλοι, υδροτριβές, αργαλειοί, ραφεία, σιδηρουργεία, κεραμοποιεία, τυροκομεία, ήταν τα κυριότερα εργαστήρια για τις κοινές ανάγκες, ενώ σε κάθε οικογένεια λειτουργούσε και μια οικιακή βιοτεχνία για τις ανάγκες ένδυσης και υπόδησης (λανάρια, ρόκα, ανέμη, αργαλειός, τσαρούχια)

Η αμπελουργία, η μελισσοκομία και η σηροτροφία αποτελούσαν μέρος των δραστηριοτήτων των μοναχών και των περιοίκων του μοναστηριού.

Παράλληλα με τις δραστηριότητες αυτές επιμελούνταν την εκτροφή χιλιάδων αιγοπροβάτων , αρκετών βοδιών, ημιόνων, όνων και πολλών χοίρων για τις ανάγκες τους.

Μάλιστα επινόησαν πρωτότυπα συστήματα για να εκμεταλλευτούν το γάλα. Με υπόγειους αγωγούς, κεραμικούς σωλήνες (κιούπια) το γάλα των αιγοπροβάτων μεταφερόταν από τις κορυφές γύρω από το μοναστήρι (Βριζούλα, Κοντορούπακο) στις γαλακτοκουρούπες στο χώρο του μοναστηριού όπου κατά τη μεταφορά το γάλα κοπανιζόταν  και έβγαινε στον αφρό το βούτυρο χωρίς μεγάλη δυσκολία.

Τα γαλακτοκομικά και κτηνοτροφικά αγαθά αποτελούσαν το μεγαλύτερο υλικό πλούτο του μοναστηριού. Για την καλύτερη διαχείριση ης κινητής και ακίνητης περιουσίας του μοναστηριού συστήθηκαν τα δυο μετόχια, της Ζωοδόχου πηγής στο Πίτσι και του Αϊ Γιάννη στη Λευκάδα.

Ο Κώστας Δ. Παφίλης σε δημοσίευμά του στο περιοδικό «Στερεοελλαδική Εστία» έτος Γ’ Σεπτ. Δεκεμ. 1962 , τεύχος 17-18 με τίτλο «Ένα στολίδι ήταν για τον τόπο μας..» αναφέρει ότι το μοναστήρι της Ρούστιανης είχε 60 καλόγηρους , το μετόχι της Ζωοδόχου Πηγής 30 και το μετόχι του Αϊ Γιάννη στη Λευκάδα 25.

Εάν δε συμπεριλάβουμε στον αριθμό των μοναχών και τους κολίγους, τους τσοπάνηδες και τους περιοίκους που πρόσφεραν υπηρεσία στο Μοναστήρι κατανοούμε ότι η περιοχή αυτή έσφυζε από ζωή. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα φυσικά και ζωικά κεφάλαια ήταν αρκούντως αυξημένα και εξασφάλιζαν συνθήκες επιβίωσης στους μοναχούς, στους κολίγους, στους τσοπάνηδες στους περίοικους και στις ένοπλες αντιστασιακές δυνάμεις.

Το Μοναστήρι της Ρούστιανης ήταν εκείνο που πρωτοστατούσε στην αύξηση του φυσικού πλούτου, φυτικού και ζωικού, και στην ορθολογική διαχείρισή του προς όφελος όλων των μετόχων.

Β. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Το Μοναστήρι της Ρούστιανης δε φημιζόταν μόνο για τον υλικό πλούτο αλλά σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν για τα ιερά άμφια, τα ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη και για το θησαυρό των ιερών Λειψάνων  των Αγίων ο οποίος ήταν θησαυρισμένος και κατατεθειμένος στο χώρο του ναού του Μοναστηριού . Τα Ιερά Λείψανα των Αγίων είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός της ορθοδοξίας, είναι τα ιερότερα κειμήλια της πίστεώς μας. Οι θεοφώτιστοι και αυθεντικοί θεολόγοι, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας συμφωνούν ότι στα σώματα των Αγίων και μετά την εκδημία τους ενοικεί η θεία χάρη η οποία μεταδίδεται σ’ όσους τα προσκυνούν με ευλάβεια.

Πλήθη πιστών και κατά την τουρκοκρατία και μετεπαναστατικά , όσο λειτουργούσε το μοναστήρι, συνέρρεαν στο Μοναστήρι της Ρούστιανης για να προσκυνήσουν με ευλάβεια τα Ιερά Λείψανα των Αγίων προσδοκώντας τη χάρη τους. Πολλές φορές όμως οι καλόγηροι του μοναστηριού μετέφεραν τα Ιερά Λείψανα των Αγίων έπειτα από πρόσκληση ή με εντολή του Μητροπολίτη  τους σε γειτονικά χωριά για να τα προσκυνήσουν  οι πιστοί, να ενισχυθούν στον αγώνα τους  και να θεραπευθούν από τις αρρώστιες και τις διάφορες δοκιμασίες.

Άλλες φορές οι καλόγηροι με δική τους πρωτοβουλία μετέφεραν τα Ιερά Λείψανα σε γειτονικά χωριά για αργυρολογία. Χαρακτηριστική είναι η εντολή του Μητροπολίτη Φθιώτιδας με το με αριθ. 1231/2-5-1835 έγγραφό του στον Ιερομόναχο Δαυίδ «τον όντα εν τη μονή Ρήτσανης» να μεταβεί στο χωριό Κλωνί, όπου δοκιμάζονταν οι καλλιέργειες των κατοίκων από το βρούχο και την ακρίδα, με τα Ιερά Λείψανα των Αγίων και αφού κάνει τον κοινό Αγιασμό να αναχωρήσει αμέσως για τη μονή χωρίς να πλησιάσει άλλο χωριό ή να περιοδεύσει σε άλλο μέρος για αργυρολογίαν. Εξυπακούεται ότι ο Ιερομόναχος Δαυίδ πιεσμένος από τις ανάγκες του Μοναστηριού δεν τήρησε την εντολή του Μητροπολίτη του και πήγε με την ευκαιρία της περιοδείας του, εκτός από το Κλωνί και σ’ άλλα γειτονικά χωριά για να προσκυνήσουν τα Ιερά Λείψανα των Αγίων και να εξασφαλίσει κάποιο βοήθημα από τους Χριστιανούς. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στο Μητροπολίτη Φθιώτιδας ο οποίος με το με αριθ. 1232/4-5-1835 έγγραφό του καλεί ενώπιον του σε απολογία τον Ιερομόναχο Δαυίδ. Δεν είναι γνωστά τα όσα επακολούθησαν.

Ο θησαυρός αυτός παρά τις διώξεις των μοναχών και τις καταστροφές που υπέστη το Μοναστήρι διατηρήθηκε από τους εναπομείναντες μοναχούς μέχρι 15 Ιουνίου 1835.

Τότε ο ηγούμενος του Προφήτη Ηλία Δαμιανός και ο Ιερομόναχος Δαυίδ της μονής Ρούστιανης παρέδωσαν στην Επισκοπή Φθιώτιδας σε εκτέλεση διαταγής της αργυρά κιβώτια με Ιερά Λείψανα Αγίων, ακολουθώντας την διαδικασία που όρισε η Σ. Ιερά Σύνοδος προκειμένου να διαφυλάξει τα Ιερά Λείψανα των Αγίων, τα Ιερά Άμφια, τα Ιερά Σκεύη και τα βιβλία των διαλυθέντων μονών με την με αριθ. 3768/2091/12-3-1835 εγκύκλιο διαταγή προς τις Επισκοπές του Βασιλείου για να συντάξουν κατάλογο των διαλυθέντων στην Επαρχία μοναστηριών με τα Ιερά Λείψανα των Αγίων.

Σε εκτέλεση της ανωτέρω διαταγής η Επισκοπή Φθιώτιδας συνέταξε το με αριθ. 1330/1835 κατάλογο των εν τη Επαρχία ταύτη διαλυθέντων μονών και Αγίων Λειψάνων. Με την με αριθ. 1306/7-6-1835 εγκύκλιο διαταγή του ο Μητροπολίτης Φθιώτιδας δίνει εντολή προς τους πατέρες της μονής Ρούστιανης να παραδώσουν στην Επισκοπή τα Ιερά Λείψανα των Αγίων, τα αργυρά σκεύη, τα Ιερά Άμφια και τα βιβλία της μονής εκτός των εικόνων, θέτοντας καταληκτική ημερομηνία την 15ην Ιουνίου 1835 και όρο υποχρεωτικής παρουσίας των μοναχών του Μοναστηριού.

Με το με αριθ. 1329/21-6-1835 έγγραφό της η Επισκοπή Φθιώτιδας απέστειλε στον Έπαρχο Φθιώτιδας τον συνταχθέντα με αριθ. 1330/183 κατάλογο των εν τη επαρχία διαλυθέντων  μονών και Ιερών Λειψάνων των Αγίων. Σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό οι μοναχοί της Ρούστιανης παρέδωσαν:

  1. Έν αργυρούν μικρόν της μονής Ρούτσενης (Ρούστιανης) περιέχον τα εξής: κομμάτι καπλαμάς με μέρος λειψάνων του Αγίου Τρύφωνος, έν όμοιον με του Αγίου Χαραλάμπους, είς σταυρός αργυρούς χωρίς πάτο.
  2. Έν έτερον κιβώτιον αργυρούν της αυτής μονής, περιέχει δε τα ακόλουθα: εις μίαν πλάκα αργυράν μέρος λειψάνων Θεοδώρου του Τήρωνος, του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, του Αγίου Μηνά και εν αργυρούν κανδύλιον

Το γεγονός ότι το Μοναστήρι της Ρούστιανης είχε αποθησαυρίσει ένα μεγάλο θησαυρό και τον διατηρούσε στα δύσκολα χρόνια της πικρής σκλαβιάς δείχνει πόσο σπουδαίο και ευλογημένο μοναστήρι ήταν, προετοίμαζε αγωνιστές για τη ζωή, για την ελευθερία της πατρίδας και για την ουράνια βασιλεία. Όταν αποφασίστηκε η διατήρηση της μονής Αγάθωνα τα Ιερά Λείψανα της μονής Ρούστιανης με εντολή του Μητροπολίτη Φθιώτιδας μεταφέρθηκαν στην ανωτέρω μονή. Από τα παραπάνω δυο αργυρά κιβώτια σήμερα υπάρχει μια αργυρά λειψανοθήκη στη μονή Αγάθωνα με την παρακάτω βυζαντινή επιγραφή και με έτος κατασκευής 1817.

ΕΚ ΨΥΧΗΣ ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ

ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ

ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΡΟΥΣΤΙΑΝΗΣ

ΚΕ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ

ΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΤΣΟΥ ΕΚ ΚΟΜΗΣ ΚΑΨΗ

Με τη θαυμαστή και αξιέπαινη πρωτοβουλία του Παπαβασίλη Αντωνίου τα ιερά Λείψανα των Αγίων του μοναστηριού της Ρούστιανης μεταφέρθηκαν από την μονή Αγάθωνα στα Κανάλια, το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1993, όπου τελέστηκε ολονύκτια θεία λειτουργία στο ναό του Αγίου Αθανασίου. Στη θεία λειτουργία πρωτοστάτησαν οι Καναλιώτες Ιερείς (Βασίλειος Σ. Αντωνίου, Γεώργιος Ι. Δερνίκας, Σπυρίδων Π. Τσιόκας). Συμμετείχαν οι Καναλιώτες και οι παρεπιδημούντες  στα Κανάλια και αφού προσκύνησαν ευλαβικά τα Ιερά Λείψανα των Αγίων την άλλη μέρα τα μετέφεραν και πάλι στη μονή του Αγάθωνα.

Η χάρη των Ιερών Λειψάνων των Αγίων της μονής Ρούστιανης ας είναι πάντα μαζί μας